Ο Πυρπολητής Κωστής Γιαμπουδάκης

«Θάνατο» κράζουν όλοι αιώνια Κρήτη! κι ο Γαβριήλ στο Γιαμπουδάκη γνέφει κι έπειτα τη ματιά στα ουράνια στρέφει: «Ευχαριστώ, Θεέ Δικαιοκρίτη…» Στα ρείπια που φωτά το πρώτο αστέρι Κρήτη και δόξα δίδουνε το χέρι.
Γιώργης Καλομενόπουλος

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

1966- Από το Εθνικό Θέατρο. Το "Ηφαίστειο" του Π.Πρεβελάκη

Εορτασμός Εκατονταετηρίδος ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ 1866-69 και το Ολοκαύτωμα Αρκαδίου ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Ρέθυ... thumbnail 1 summary

Εορτασμός Εκατονταετηρίδος ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ 1866-69 και το Ολοκαύτωμα Αρκαδίου
ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ
ΕΘΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Ρέθυμνο 26-27-28 Αυγούστου 1966


Αλέξης Μινωτής (Κωνσταντής Γιαμπουδάκης), Κατίνα Παξινού (Χαρίκλεια Δασκαλάκαινα), Αλέκος Δεληγιάννης (Γιώργης Σαουνάτσος), Μελέτης Καραμάνης (Ζαχαρίας Χαιρέτης).

Το Εθνικό Θέατρο, συμμετέχον στον εορτασμό της 100ετηρίδος της Κρητικής Επαναστάσεως του 1866-69 και του ολοκαυτώματος του Αρκαδίου, ανέβασε στο Ρέθυμνο το "Ηφαίστειο" του Παντελή Πρεβελάκη. Το έργο έχει βραβευτεί με το πρώτο κρατικό βραβείο θεάτρου.
Το έργο αφιερώνεται , από τον συγγραφέα , στη μνήμη του θείου του  Γεωργίου Αλεβίζου Πρεβελάκη , που σκοτώθηκε στο Αρκάδι στις 9 Νοεμβρίου 1866


Πηγή : Αρχείο Εθνικού Θεάτρου




Χώρος παράστασης Ρέθυμνο






Θάχε περάσει μισή ώρα πού λιανίζουνταν μπρός στη σιδερόπορτα και μέσα στην αυλή, οπόταν γένηκε κατά την Καστρινή πόρτα μιαν άξαφνη σιγαλιά, σα να σταμάτησε καμιά φτερωτή. Ία γυναικόπαιδα που στριγλίζανε στην μπαρουταποθήκη είχανε βουβαθεί μονομιάς και κρεμαστεί από την είδή του Γιαμπουδάκη. Τόνε τηράζαν που γύρισε προσηλιακά κ' έκαμε το σταυρό του. Τα σφιγμένα χείλια του δεν παίξανε. Έσυρε από τη μέση του την κουμπούρα και την άναψε μέσα στο λαγούμι. 
Η γής ταρακουνήθηκε και λαύρισεν απάνω η φωτιά σα νάνοιγεν ο Άδης τον καταποτήρα του. Το ανώγι κ' ή σκεπή σηκωθήκανε στον αέρα σαν αχεροκάλυβο και σωριαστήκανε πάνω σ' αθώους κι αμαρτωλούς. Ό τοίχος πούβλεπε την ανατολή κόπηκε ξυστά από τη γης και πλάγιασε μονόπαντα πάνω στους Μισιρλήδες πούχανε ζυγώσει. Τα βογγητά και τα ουρλιάσματα κατασκεπάσανε το βροντισμό της μάχης. Δεν άργησε νακουστεί και το δεύτερο λαγούμι, στην μπαρουταποθήκη πούχανε κάτω από το κελί του γουμένου. Το μπαρούτι είταν εδώ αναδομένο κ' η μίνα ξεθύμανε. «Λαγούμι! Λαγούμι!» ξεφωνίζανε τρέχοντας οι Τούρκοι καί θαρρούσανε πως η γης άνοιγε όπου πατούσανε να τους καταπιεί. Οι φωτιές ξεχύνουνταν ένα γύρο από τα παραθύρια σα ζωντανές. Ο ουρανός είχε χαμηλώσει στα κεφάλια τους, μαύρος και μπουκωμένος από τα σύννεφα. Μια κολόνα καπνός μεγάλη σα φουντωμένο πλατάνι ανάβρυζε από Την μπαρουταποθήκη κι από τα κελαρικά κ' έλεγες θα πάρει μαζί της ότι είχε απομείνει από το σεισμό. Η ασβόλη κι ο κορνιαχτός σβήνανε το δροσερόν αγέρα.



Παντελής Πρεβελάκης: "Παντέρμη κρήτη “