Ο Πυρπολητής Κωστής Γιαμπουδάκης

«Θάνατο» κράζουν όλοι αιώνια Κρήτη! κι ο Γαβριήλ στο Γιαμπουδάκη γνέφει κι έπειτα τη ματιά στα ουράνια στρέφει: «Ευχαριστώ, Θεέ Δικαιοκρίτη…» Στα ρείπια που φωτά το πρώτο αστέρι Κρήτη και δόξα δίδουνε το χέρι.
Γιώργης Καλομενόπουλος

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

1909- Μια μελέτη του Ι. Κονδυλάκη για το Αρκάδι

Μια μελέτη του Ι. Κονδυλάκη για το Αρκάδι το 1909 Τα κείμενα των μεγάλων «Προτιμώμεν να αποθάνωμεν παρά να παραδοθώμεν εις ... thumbnail 1 summary










Μια μελέτη του Ι. Κονδυλάκη για το Αρκάδι το 1909
Τα κείμενα των μεγάλων


«Προτιμώμεν να αποθάνωμεν παρά να παραδοθώμεν εις τον εχθρόν»

Μια μελέτη του Ι. Κονδυλάκη για την εθελοθυσία του Αρκαδίου, δημοσιευμένη στο ΣΚΡΙΠ το 1909


Φανταστική απεικόνιση της πολιορκίας του Αρκαδίου από την αγγλική εφημερίδα «Illustrated London News», δημοσιευμένη τον Ιανουάριο του 1867. Πιθανότατα ήταν η πρώτη απεικόνιση του μεγάλου γεγονότος, που συγκλόνισε τον ευρωπαϊκό χώρο. Πρόκειται για εικόνα από πρωτότυπο φύλλο της εφημερίδας, το οποίο έχομε στο αρχείο μας. Για πρώτη φορά τη δημοσιεύσαμε πριν 2 χρόνια, στο πρώτο τεύχος του διπλού αφιερώματος για τη μεγάλη επανάσταση 1866-69

Ένα κείμενο του Ιωάννη Κονδυλάκη για την εθελοθυσία του Αρκαδίου, δημοσιευμένο 43 χρόνια μετά την ανατίναξη των εγκλείστων στην ιστορική μονή, αναδημοσιεύομε σήμερα. Ο Κονδυλάκης, που τότε ήταν αρχισυντάκτης στην εφημερίδα «Εμπρός», άγνωστο γιατί είχε παραχωρήσει για δημοσίευση το ιστορικού περιεχομένου κείμενο σε άλλη εφημερίδα, το «ΣΚΡΙΠ». Η μελέτη του – γιατί περί αυτού πρόκειται- είχε παρουσιασθεί σε συνέχειες, από την Κυριακή 8 έως την Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 1909. Το «ΣΚΡΙΠ» δεν εξηγούσε γιατί ο Κονδυλάκης, αν και αρχισυντάκτης μιας άλλης «ανταγωνιστικής» εφημερίδας, έδινε σʼ εκείνο για δημοσίευση το κείμενο. Απλώς, ως πρόλογο, σημείωνε ότι «επί τη ευκαιρία της σημερινής ηρωικής επετείου της ολοκαυτώσεως της Μονής του Αρκαδίου δημοσιεύομεν την κατωτέραν ωραίαν και πιστήν αφήγησιν του τραγικού όσον και ενδόξου γεγονότος, οφειλομένου εις τον συνάδελφον κ. Κονδυλάκην».

Ο Βιαννίτης δημοσιογράφος και είχε και άλλες φορές συγγράψει περί του Αρκαδίου. Το συγκεκριμένο κείμενο, πάντως, δεν θα πρέπει να ήταν αναδημοσίευση από άλλο, αλλά πιθανότατα είχε γραφεί ειδικά για τη συγκεκριμένη εφημερίδα.

Η πρώτη από τις τέσσερις συνέχειες είχε φιλοξενηθεί, όπως προαναφέραμε, στο φύλλο της Κυριακής 8 Νοεμβρίου, με τη συμπλήρωση 43 χρόνων από την εθελοθυσία. Μάλιστα η πρώτη σελίδα του «ΣΚΡΙΠ» παρουσίαζε αντίγραφο μιας φανταστικής απεικόνισης της πυρπόλησης, εμφανίζοντας τον ηρωικό ηγούμενο Γαβριήλ Μαρινάκη ως τον άνθρωπο που πυροδότησε τα εκρηκτικά. Ο Γαβριήλ, όμως, κατά την επικρατέστερη ιστορική άποψη, σκοτώθηκε από εχθρικό βόλι, λίγο πριν την έκρηξη, όπως είχε αφηγηθεί και η Χαρίκλεια Δασκαλάκη, πρωταγωνίστρια του δράματος του Αρκαδίου, στη συνέντευξη που είχε δώσει στην εφημερίδα «Αιών» στις 2 Μαρτίου 1867, την οποία είχαμε παρουσιάσει στη στήλη την 1η Νοεμβρίου 2010.




Ο Κονδυλάκης, πάντως, υποστηρίζει ότι ο Γαβριήλ σκοτώθηκε μετά την έκρηξη, αφού έδωσε το σύνθημα να πυροδοτηθούν τα εκρηκτικά, και το έργο ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης από το Άδελε, ο θεωρούμενος και σήμερα – επίσημα- μπουρλοτιέρης του Αρκαδίου, παρά το γεγονός ότι οι εκθέσεις της εποχής για το ηρωικό γεγονός (όσες τουλάχιστο είναι σε γνώση μας) δεν έχουν κάνει αναφορά για το πρόσωπό του.

Στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας υπήρχε, επίσης, μια φωτογραφία με τα συντρίμμια της μονής Αρκαδίου. Η φωτογραφία αυτή χρονολογείται στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.

Στο ιστορικό κείμενό του ο Ιωάννης Κονδυλάκης εντοπίζει και τον σημαντικό ρόλο της Χαρίκλειας Δασκαλάκη στα γεγονότα.

Ο τίτλος της μελέτης του «Διαβάτη» είναι «Η ολοκαύτωσις του Αρκαδίου. Όλη η αφήγησις της ηρωικής τραγωδίας».

Αλέκος Α. Ανδρικάκης

andrikakis@patris.gr

Η Ολοκαύτωσις του Αρκαδίου: Ολη η αφήγησις της ηρωικής τραγωδίας


... Οταν εγνώσθη ότι ο Μουσταφά πασσάς μετά πολυαρίθμου στρατού επήρχετο, νέα σύσκεψις εγένετο εις το Αρκάδιον περί του πρακτέου. Και όλοι ευρέθησαν σύμφωνοι να μη εγκαταλίπωσι την μονήν, αλλά νʼ αμυνθώσιν εν αυτή. Εις την οχυρότητα της θέσεως δεν ηδύναντο να έχουν μεγάλην πεποίθησιν, αλλά τους ενεθάρρυνε, φαίνεται, η στερεότης του περιβόλου της μονής και η ελπίς εις επικουρίαν και αντιπερισπασμόν εκ μέρους των επαναστατών των πέριξ επαρχιών εν περιπτώσει πολιορκίας. Πολεμοφόδια είχον αρκετά, καθότι εις το Αρκάδι ήσαν αι γενικαί αποθήκαι της επαναστάσεως, τροφαί δʼ επίσης υπήρχον επαρκείς εις τας πλουσίας αποθήκας του μοναστηρίου.

Ο αντισυνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος, όστις προ ολίγου είχε φθάσει μετʼ εθελοντών τινων εις Κρήτην και διορισθή υπό της Συνελεύσεως των Κρητών Γενικός Αρχηγός του τμήματος Ρεθύμνης, ευρέθη εις το Αρκάδι κατά τας ημέρας εκείνας. Ούτος δε βλέπων το δυσφύλακτον της μονής και τον βέβαιον κίνδυνον εις όν θα εξετίθεντο οι εν αυτή πολιορκούμενοι, δεν επεδοκίμασε την γνώμην του Γαβριήλ και των άλλων. Αλλʼ οι πλείστοι των εν τω μοναστηρίω επέμειναν ακλόνητοι εις την απόφασιν αυτών. Συνεβούλευσε τότε ο Κορωναίος να κατεδαφίσωσι τους σταύλους και τον ανεμόμυλον, οίτινες ευρίσκοντο έξω της μονής εις απόστασιν 100-150 έτρων, ίνα μη καταληφθώσιν υπό του εχθρού και χρησιμεύσωσιν εις τας πολεμικάς αυτού επιχειρήσεις εναντίον του μοναστηρίου. Αλλʼ ουδʼ η συμβουλή του αυτή εξετελέσθη, ίσως διότι το πράγμα δεν ήτο εύκολον ή διότι δεν εδόθη καιρός. Αλλʼ ουδέ τα γυναικόπαιδα παρά την γνώμην και τας προτροπάς του Κορωναίου, ηθέλησαν νʼ απέλθωσιν εκ της μονής και καταφύγωσιν εις ασφαλέστερα μέρη.

- Ο,τι θα γίνουν οι άνδρες θα γίνωμε κʼ εμείς, ήτο η απάντησίς των. Αν αποθάνουν αυτοί, ας αποθάνωμεν κʼ εμείς.

Αλλά μήπως αν έφευγον εις τα όρη, δεν θα εκινδύνευον νʼ αποθάνουν κʼ εκεί εκ των στερήσεων και των κακουχιών; Ο χειμών είχεν ήδη αρχίση με ασυνήθη δριμύτητα και ο Ψηλορείτης είχε καλυφθή προώρως υπό χιόνος. Ολίγον βραδύτερον τοιαύτη παγωνιά κατέλαβε τα πλανώμενα εις τα όρη θύματα της τουρκικής αγριότητος, ώστε πολυάριθμα παιδία, γυναίκες και γέροντες απέθανον.

Ο Κορωναίος αφήσας εις την μονήν, ως ως φρούραρχον τον ανθυπολοχαγόν Ιωάννην Δημακόπουλον μετά επτά ή οκτώ εθελοντών απήλθε. Τον ηκολούθησαν δε ο οπλαρχηγός Παπά Μαρουλιανός και τινες άλλοι, συμμεριζόμενοι την γνώμην του ότι έπρεπε να εγκαταλειφθή το Αρκάδι.

Εις την μονήν έμειναν περί τα 900 άτομα, εξ ών 270 περίπου οπλοφόροι, οι δε λοιποί γυναικόπαιδα και ασθενείς. Μοναχοί δυνάμενοι να φέρουν όπλα ανήρχοντο εις 40. Εμειναν δε και οι ευρεθέντες εκεί εκ των δεκαέξ μελών της Επιτροπής Δ. Σκορδίλης, Μελισσώτης, Σκουλάς, Χαιρέτης, Μπεργαδής, Μπολάνης, Πορτάλιος, Αντωνογιαννάκης, Σαουνάτσος. Ομοίως οι οπλαρχηγοί Νικόλαος Βενιανάκης, Παπά Κρανιώτης, Κωνσταντίνος Δασκαλάκης.

Οι Τούρκοι ενεφανίσθησαν ερχόμενοι εναντίον της μονής την 7 Νοεμβρίου. Η πρωτοπορεία αυτών απετελείτο εξ ατάκτων Τουρκοκρητών, οίτινες είχον αρχηγόν τον εξ Αμνάτου Αλή αγάν Παστέλλαν. Δια να εξαπατήσωσι δε τους εν τη μονή οι Τουρκοκρήτες ούτοι είχον ελληνικάς σημαίας. Αλλʼ ο Νικόλαος Βενιανάκης επόπτης των σκοπών, τους οποίους είχον τάξει κατά μήκος της χαράδρας εν ήν απολήγει εκ του μέρους εκείνου το οροπέδιον, τους ανεγνώρισε και οι σκοποί ανήγγειλαν δια πυροβολισμών την εμφάνισιν του εχθρού.

Κατόπιν των ατάκτων Τουρκοκρητών, ήρχετο μετά στρατού ο Σουλεϋμάν βέης, γυναικάδελφος του Μουσταφά, όστις αφού περιεκύκλωσε την μονήν εκ τριών μερών, εκάλεσε τους εν τη μονή να παραδοθώσιν. Αλλʼ οι υπερασπισταί του Αρκαδίου απήντησαν δια των όπλων εις την πρότασιν του εχθρού. Καίτοι δε ηδύναντο ακόμη να φύγωσι προς τον Μυλοπόταμον, έμειναν και απτόητοι εδέχθησαν τας πρώτας επιθέσεις των Τούρκων.

Εν τω μεταξύ ο Μουσταφάς μένων εις την Επισκοπήν Ρεθύμνης μετά του υπολοίπου στρατού, εφρόντισε να εμποδίση πάσαν έξωθεν επικουρίαν προς την πολιορκουμένην μονήν. Προς τούτο δε εις μεν την Επισκοπήν αφήκε σώμα εκ 1000 ανδρών, άλλο δε σώμα απέστειλεν εις Κρουσώνα Μαλεβυζίου, ενώ ο πασσάς Ηρακλείου Ρεσίτ ηπείλει να εισβάλη εις Μυλοπόταμον. Ούτως οι επαναστάται του Μυλοποτάμου ήσαν ηναγκασμένοι να φυλάττουν τας εξ ανατολών διόδους της επαρχίας των, οι δε Ρεθύμνιοι είχον προ αυτών το πρόσκομμα της εν τη Επισκοπή Τουρκικής φρουράς και κατώρθωσαν μεν την πρώτην ημέραν να την εκτοπίσωσιν, αλλʼ επανελθούσα εκ Ρεθύμνου ισχυροτέρα αριθμητικώς κατέλαβεν εκ νέου την Επισκοπήν και άλλα παρακείμενα χωρία.

Αφού δε ούτως απεμόνωσε την μονήν ο Μουσταφάς, διηυθύνη και αυτός προς αυτήν, άγων άλλον στρατόν. Αποκρούσας δε μικρά τινα επαναστατικά σώματα, άτινα επεχείρησαν νʼ αντιστώσιν εις την διάβασίν του, έφθασε προ του Αρκαδίου, το οποίον είχε ήδη αρχίσει να μυδροβολή ο Σουλεϋμάν.

Μετά την άφιξιν του Μουσταφά, ο συγκεντρωθείς περί το Αρκάδιον Τουρκικός στρατός ανήλθεν εις 10.000 περίπου, αποτελούμενος εκ δώδεκα ταγμάτων, μετά δύο ορεινών πυροβολαρχιών, ολίγου ιππικού και πολλών ατάκτων, Τουρκοκρητικών και Αλβανών.

Ο πασσάς επανέλαβε προς τους εν τη μονή την πρόσκλησιν να παραδοθώσιν αλλʼ οι πολιορκούμενοι έδωκαν και προς αυτόν την απάντησιν, ήν είχον δώσει προηγουμένως εις τον Σουλεϋμάν: “Μόνον νεκροί θα παραδοθώμεν!”. Τότε ο Μουσταφάς διέταξε γενικήν επίθεσιν κατά του Αρκαδίου, ενώ το πυρ των δυο πυροβολαρχιών συνεκεντρούτο κατά της δυτικής πύλης της μονής. Αλλʼ οι πολιορκούμενοι διʼ ευστόχου πυρός εκ των παραθύρων και των πολεμοθυρίδων του περιβόλου τους απέκρουσαν. Οι Τούρκοι εφαίνοντο προσπαθούντες να καταλάβωσι τους σταύλους οίτινες παρά την συμβουλήν του Κορωναίου, δεν είχον κατεδαφισθή. Δια τούτο και οι υπερασπισταί του Αρκαδίου προς το μέρος τούτο έστρεψαν κυρίως την προσοχήν των. Τινές δʼ εξ αυτών κατέχοντες τον παρακείμενον ανεμόμυλον διηύθυνον φονικώτατον πυρ κατά των Τούρκων εκ μικράς αποστάσεως. Αλλοι εξερχόμενοι από την μικράν πύλην του περιβόλου, το “πορτάκι”, κατείχον θέσεις προ της μονής και εκείθεν υπεδέχοντο τας αφορμήσεις του εχθρού.

Αι δυο μεγάλαι πύλαι του περιβόλου της μονής, αι λεγόμεναι “Ρεθυμιώτικη” και “Καστρινή”, ως βλέπουσα η μεν προς το Ρέθυμνον, η δε προς το Ηράκλειον (Κάστρον), είχον κλεισθή και στηριχθή έσωθεν δια ξύλων και λίθων. Αλλά τα βλήματα του τουρκικού πυροβολικού διηυθύνοντο κυρίως κατά της πρώτης. Η πύλη όμως αντείχε, διότι ήτο σιδηρά, τα δε πυροβόλα του εχθρού ήσαν μικράς ολκής διό ελαχίστας βλάβας επροξένουν και εις τα τείχη.

Οι πολιορκούμενοι ανέμενον έξωθεν βοήθειαν και ηπόρουν βλέποντες ότι η ημέρα παρήρχετο χωρίς ουδαμόθεν να φανή ο αναμενόμενος αντιπερισπασμός. Μόνον ολίγοι επαναστάται, τους οποίους είχον συναθροίσει εκ των πλησιοχώρων ο Κορωναίος και ο Παπά Μαρουλιανός, προσήλθον και προσέβαλον τους Τούρκους αλλά μη δυνηθέντες νʼ αντιστώσιν εις την ισχυράν τούτων αντεπίθεσιν ηναγκάσθησαν νʼ αποσυρθώσιν.

Εν τούτοις η ευψυχία των υπερασπιστών του Αρκαδίου διετηρείτο ακμαία και η νύξ τους εύρεν ακλονήτους εις την απόφασιν αυτών να επιμείνωσιν εις την αντίστασιν μέχρι θανάτου. Ο δεκάωρος βομβαρδισμός, η άπαυστος καθʼ όλην την ημέραν χάλαζα των σφαιρών, ο βαρβαρικός αλλαλαγμός των εφορμώντων εχθρών ουδʼ αυτάς τας γυναίκας είχον εκπτοήσει. Ουδεμία φωνή ολιγοψυχίας ηκούσθη. Καθʼ όλην την ημέραν αι γυναίκες άλλαι μεν εκόμιζον εις τους πολεμιστάς πελεμοφόδια και νερόν, άλλαι επεριποιούντο τους τραυματίας και άλλαι εντός του ναού κατασκεύαζον πυριτιδοβολάς με τον χάρνην των εκλκησιαστικών βιβλίων.

Μεταξύ αυτών διεκρίνετο δια το θάρρος και την ψυχραιμίαν αυτής η Χαρίκλεια Δασκαλάκη. Την εσέβοντο πάντες και ως γυναίκα μεγαλόψυχον και ως μητέρα τριών ανδρείων υιών, εκ των οποίων ο είς ευρίσκετο εντός του Αρκαδίου, έχων την σημαίαν αυτού υψωμένην επί του τείχους. Κατά την επανάστασιν εκείνην έμελλε να χάση τρεις υιούς, πεσόντας εις τας μάχας. Εις τας συσκέψεις ηκούετο η γνώμη της Χαρίκλειας Δασκαλάκη και η γνώμη της ήτο να προτιμήσουν τον θάνατον παρά να παραδοθούν εις τους Τούρκους, καίτοι εν τη μονή είχεν υιόν, εγγονούς και άλλους συγγενείς.

Η σιγή της επελθούσης νυκτός, εν μέσω του φοβερού κλοιού τον οποίον εσχημάτιζε περί την μονήν το στρατόπεδον των Τούρκων υπήρξε φρικτή. Περί το μεσονύκτιον ο ουρανός εκαλύφθη υπό νεφών, επηκολούθησαν δε αστραπαί και βρονταί, χωρίς να βρέξη. Οι πολιορκούμενοι ηγρύπνησαν προσευχόμενοι εις τον ναόν, υπό τους θόλους του οποίου αντήχουν αι βρονταί ως ενθάρρυναις ουρανόθεν.

Ο Μουσταφάς βλέπων ότι το πυροβολικόν του ήτο ανίσχυρον να εκπτοήση τους υπερασπιστάς του Αρκαδίου και νʼ ανοίξη ρήγμα εις το τείχος, εκόμισε κατά την νύχτα δύο βαρέα πυροβόλα εκ Ρεθύμνου.

Την επιούσαν αι έφοδοι επανελήφθησαν από πρωΐας λυσσωδέστεραι, ενώ τα βλήματα των νέων πυροβόλων διέσειον την πύλην του μοναστηρίου και διερρήγνυον το τείχος. Ο ηγούμενος Γαβριήλ περιερχόμενος τας διαφόρους θέσεις, ενεψύχωνε δια γενναίων λόγων τους πολεμιστάς. Συχνά δʼ εξήρχετο και εις τα πρόθυρα της μονής ίνα ενθαρρύνη και τους εκείθεν αντιμετωπίζοντας τον εχθρόν προμάχους της μονής. Τα ράσα του ήσαν διάτρητα εκ των σφαιρών.

Οι Τούρκοι αναγνωρίζοντες αυτόν εκ του παραστήματος, διηύθυνον κατʼ αυτού χάλαζαν σφαιρών. Αλλʼ ο Γαβριήλ ατρόμητος και άτρωτος, ώρμα μετά του Ντελή Δράκου, του Παύλου Κούβου του Παπά Κρανιώτη, του εθελοντού Ξάνθη και ξιφήρεις κατεδίωκον τους θρασυτέρους των Τουρκοκρητών και Αλβανών, οίτινες προηγούντο εις τας εφόδους.

Αλλʼ ουδέ κατά την δευτέραν ημέραν ενεφανίζετο η αναμενομένη έξωθεν επικουρία. Μόνον περί την μεσημβρίαν προσήλθον Μυλοποταμίται τινες και εκ των υψωμάτων της Συκιάς προσέβαλον τους Τούρκους αλλʼ ήσαν τόσον ολίγοι, ώστε ο αντιπερισπασμός αυτών υπήρξεν ασήμαντος, οι δε Τούρκοι ευχερώς τους απέκρουσαν, χωρίς να διακόψωσι την κατά του Αρκαδίου επίθεσιν.

Αλλʼ οι Ρεθύμνιοι, οι Αμαριώται και Αγιοβασιλίται πού ήσαν; Οι πολιορκούμενοι συνεπέραινον μεν ότι σοβαρόν τι τους ημπόδιζε να σπεύσωσιν εις βοήθειαν αυτών, αλλʼ ήτο αδύνατον να μαντεύσωσι την αληθή αιτίαν της εγκαταλείψεως ταύτης. Διότι εις το οροπέδιον του Αρκαδίου δεν έβρεχεν, ενώ εις τας πέριξ επαρχίας έβρεχεν από της προτεραίας τόσον δυνατά, ώστε οι χείμαρροι είχον καταστή αδιάβατοι. Ιδού τι είχεν εμποδίσει τους Αμαριώτας, Ρεθυμνίους και λοιπούς να δράμωσιν εις επικουρίαν των κινδυνευόντων εις το Αρκάδιον, μεταξύ των οποίων μάλιστα πολλοί των έξων είχον αδελφούς, μητέρας και τέκνα.

Αμα εγνώσθη ότι ο Μουσταφάς διηυθύνετο εναντίον του Αρκαδίου, οι επαναστάται των γειτονικών επαρχιών συνηθροίσθησαν και απεφάσισαν, ίνα οι μεν επιτεθώσι κατά των πολιορκούντων το μοναστήριον Τούρκων, οι δε προβάλωσι τους κατέχοντας την Επισκοπήν, ίνα ο Πασσάς ανησυχών δια την τύχην του Ρεθύμνου, στεναχωρούμενος δε εν μέσω της αμύνης των πολιουρκουμένων και της εξωτερικής επιθέσεως, αναγκασθή να λύση την πολιορκίαν, εις την οποίαν είχεν υποστή σημαντικάς απωλείας. Αλλʼ η επελθούσα κακοκαιρία, ήτις από της βροχής ετράπη εις χιονοθύελλαν, εματαίωσε το σχέδιον. Τα όπλα των, τουφέκια παλαιά με πυρολίθους, κατέστησαν άχρηστα εκ της βροχής. Οσοι δε, κατορθώσαντες να διαβώσι τους πλημμυρούντας χειμάρρους, έφθασαν εις τα περί το Αρκάδιον υψώματα, εθεώντο άπρακτοι, με την οδύνην της αδυναμίας, την σπαραχτικήν τραγωδίαν ήτις ετελείτο κάτω εις το οροπέδιον.

Μόνον εκεί δεν έβρεχεν, ως εάν και ο καιρός συνεμάχει μετά των πολλών εναντίον των ολίγων, μετά των τυράννων εναντίον των τυραννουμένων. Οι δυστυχείς εκείνοι έκλαιον.

- Θεέ μου δεν υπάρχει λοιπόν δικαιοσύνη; Ολοι και όλα είνε εναντίον μας; Εάν από της αμαρτίες μας βασανιζώμεθα, δεν είνε αρκετά τα όσα έχομεν υποφέρει;

Ο καπνός της μάχης εσκέπαζε το Αρκάδιον, το οποίον εφαίνετο ως καιόμενον. Και τωόντι εκαίετο εν μέσω του πυρός, το οποίον εξήμουν εναντίον του απαύστως τα στόμια τόσων χιλιάδων όπλων. Εκάστη βολή πυροβόλου κροτούσα επί των τειχών, τα οποία επροστάτευον τόσα αθώα πλάσματα, ή πίπτουσας εντός του πυροβόλου της μονής, απέσπα μέρος από την καρδίαν των ανδρών εκείνων οίτινες ριγούντες, άθλιοι εν τη αδυναμία των έβλεπον μακρόθεν την αγωνίαν των αδελφών αυτών και προέβλεπον την μοιραίαν έκβασιν της πάλης του ασθενούς κατά του ισχυρού. Η σκέψις δʼ ότι οι πολιορκούμενοι θʼ απέδιδον ίσως εις απροθυμίαν την εγκατάλειψιν αυτών, καθίστα πικροτέραν την οδύνην των δυστυχών εκείνων. Ησαν άραγε δυστυχέστεροι και πλέον αυτών αξιοθρήνητοι οι κινδυνεύοντες εντός του Αρκαδίου;

Η άμυνα των πολιορκουμένων, όσον και αν ήτο ηρωϊκή, δεν κατώρθωσε μέχρι τέλους νʼ αναχαιτίση τα εφορμώντα πλήθη των Τούρκων, οίτινες ηδυνήθησαν να καταλάβωσι θέσεις εγγύτερον της μονής, κατέλαβον δε και τους σταύλους. Και τοποθετήσαντες εντός αυτών τα βαρέα πυροβόλα, ετρύπησαν τον προς την μονήν τοίχον και εκείθεν εκανονοβόλουν την πύλην.

Ο Μουσταφάς σπεύδων να περαιώση την πολιορκίαν, πριν ή λάβουν καιρόν οι επαναστάται των πέριξ επαρχιών και δυνηθώσι να επιτεθώσιν εναντίον του, είχε δώση τας αυστηροτέρας διαταγάς εις τους αξιωματικούς του. Ούτω το πυρ εξηκολούθει άπαυστον κατά των πολιορκουμένων, οι δε στρατιώται, καίτοι δεκατιζόμενοι υπό του ευστόχου πυρός των υπερασπιστών της μονής, επροχώρουν πατώντες επί πτωμάτων και ο κλοιός της πολιορκίας εγένετο από ώρας εις ώραν στενώτερος. Τόσον δε πλησίον του μοναστηρίου είχον φθάσει οι Τούρκοι κατά το απόγευμα, ώστε μεταξύ των εντοπίων Τούρκων και των γνωρίμων αυτών εκ των πολιορκουμένων συνήπτοντο διάλογοι:

- Δεν προσκυνάτε μωρέ; Θα χαθήτε άδικα, κακομοίρηδες, εφώναζον οι τούρκοι.

- Μαζί θα χαθούμε, απήντων οι πολιορκούμενοι. Μπαρούτι έχομε να σας πολεμούμε ένα μήνα!

- Απόψε θα μπούμε μέσα και τότε τα λέμε.

- Καλώς νάρθετε σας έχουμε τραπέζι στρωμένο και θα καλοπεράσετε.

Οι πολιορκούμενοι είχον πλέον την γαλήνην των αποφασισμένων. Τον θάνατον τον έβλεπον επερχόμενον και τον ανέμενον αταράχως. Τι πλέον του θανάτου ηδύναντο να φοβηθώσι; Μίαν μόνην σκέψιν και μίαν φροντίδα είχον πλέον νʼ αποθάνωσι καλώς. Μαύροι και αγνώριστοι εκ του καπνού, εκάθηντο, εις τας θέσεις των και επυροβόλουν, ολίγον φροντίζοντες πλέον και να προφυλάσσονται. Είχον ήδη φονευθή και πληγωθή πολλοί, αλλʼ ουδεμία ηκούετο κραυγή πόνου, ουδείς θρήνος γυναικών. Και εκ τούτων τινές είχον φονευθή και πληγωθή υπό των σφαιρών και των οβίδων αλλʼ ο φόβος και η μικροψυχία είχον φυγαδευθή εκ της μονής. Αι γυναίκες εξηκολούθουν να υπηρετούν τους πολεμιστάς και να τους ενθαρρύνουν μάλιστα αλλʼ η αταραξία αυτών ήτο η καλλιτέρα εμψύχωσις τινες εξ αυτών μάλιστα, γνωρίζουσαι την χρήσιν των όπλων, έδιδον καιρόν ανακουφίσεως εις τους συζύγους και τους αδελφούς των γεμίζουσαι τα όπλων των ή και τουφεκίζουσαι αντʼ αυτών.

Η δε Χαρικλ. Δασκαλάκη όσον ο κίνδυνος ηύξανε, τόσον θαρραλεωτέρα ανεδεικνύετο. Οταν δεν προσηύχετο προ των αγίων εικόνων, όταν δεν επεστάτει εις την κατασκευήν των πυριτιδοβολών, ευρίσκετο πλησίον του υιού της Κωστή. Επανειλημμένως βληθείς υπό σφαιρών, κατέπεσεν ο ιστός της σημαίας του υιού της και πάντοτε αυτή την ανεστήλωνεν. Οταν δε απεκόπη και το σχοινίον και η σημαία κατέπεσε, την εδίπλωσε και την εφύλαξεν εις τον κόλπον της, αταράχως ισταμένη υπό την βροχήν των σφαιρών.

(Η σημαία αύτη διασωθείσα φυλάσσεται υπό του εγγονού της κ. Στυλ. Δασκαλάκη).

Οι πολιορκούμενοι είχον και σαλπιγκτήν ένα εθελοντήν μιγάδα, διό και τον ωνόμαζον Αράπην. Ο σαλπιγκτής εμάχετο και αυτός, αλλʼ εκ διαλειμμάτων έρριπτε και έν σάλπισμα εις τον πάταγον της μάχης, ως κραυγήν ενθαρρύνσεως προς τους συμπολεμιστάς του. Ητο εύθυμος και αγαθός, διό και κατά τας τραγικάς εκείνας στιγμάς το σάλπισμά του είχε κάτι από την παιδικήν του ευθυμίαν και από το αιώνιον μειδίαμα των λευκών του οδόντων.

- Γειά σου, Αράπη!, του εφώναζον εις έκαστον σάλπισμα από τα τείχη της μονής.

Τινές δε και του απηύθυνον αστεϊσμούς:

- Δεν πάς να νιφθής, μωρέ; Από την μπαρούτη έχεις γίνει σαν αράπης.

- Είμαστε αδέρφια όλοι αράπηδες, απήντα ο σαλπιγκτής.

Η αστοχία των Τούρκων πυροβολητών παρέτεινε την αγωνίαν του Αρκαδίου. Αλλά περί την δειλήν επανειλημμέναι βολαί επιτυχούσαι την πύλην διέρρηξον αυτήν και άλλαι ήνοιξαν ρήγματα εις διάφορα μέρη του περιβόλου. Ο κανονιοβολισμός εξηκολούθησε και επί τινας ώρας της νυκτός.

Οι δε πολιορκούμενοι, αφού εστερέωσαν την πύλην δια νέων στηριγμάτων συνήλθον εις νέαν σύσκεψιν περί του πρακτέου. Περί παραδόσεως ουδείς εσκέπτετο, όλων θεωρούντων προτιμότερον τον θάνατον. Αλλʼ ηπόρουν πώς εγκατελείφθησαν αβοήθητοι παρά των έξω. Τι άραγε να συνέβαινε; Μήπως ο Μουσταφάς εξαπέστειλε τόσον στρατόν εις τας επαρχίας, ώστε να παρακωλύση πάσαν κίνησιν των επαναστατών; Επρεπε να μάθωσι τι συνέβαινεν, ίνα αποθνήσκοντες είνε τουλάχιστον ανακουφισμένοι από το βάρος της υποψίας, ότι οι αδελφοί των δεν επροθυμοποιήθησαν να τους βοηθήσουν. Επρεπεν οπωσδήποτε να καταστήσουν γνωστήν εις τους έξω την ακροσφαλή αυτών θέσιν και την απόφασιν αυτών νʼ αντιστώσι μέχρι θανάτου, ίνα σπεύσωσιν εις βοήθειάν των εφʼ όσον ακόμη ήτο καιρός διότι προέβλεπον ότι την επιούσαν οι Τούρκοι θα επεχείρουν την αποφασιστικήν έφοδον εις ήν η μονή, διάτρητος ως ήτο εκ των οβίδων, δεν θα κατώρθωνε νʼ αντιστή.

Τρεις εκ των ανδρών, ο Παπά Κρανιώτης, ο Παύλος Κόυβος και ο Αδάμης Παπαδάκης, διακρινόμενοι επί ωκυποδία, ανέλαβον να διέλθωσι δια της πολιορκητικής γραμμής και μεταβαίνοντες ο μεν εις το Μυλοπόταμον, ο δε εις τας άλλας επαρχίας, δώσωσιν επιστολάς του Ηγουμένου και των Επιτρόπων προς τους Καπετανέους, επιστρέψωσι δε προ της αυγής δια να φέρωσιν απαντήσεις.

Οι τρεις ούτοι, φορέσαντες λευκά σαρίκια, δια να φαίνωνται ως Τούρκοι, και αποβαλόντες τα υποδήματά των, εξήλθον από το κορτάκι. Επειδή δε είχε συμφωνηθή να πυροβολήσουν τρίς εξ ωρισμένου σημείου, άμα θα διέβαινον τας Τουρκικάς γραμμάς σώοι, ο Ηγούμενος ανεβή εις τον θόλον του ναού, άλλοι δε εις το υψηλότερον μέρος του τείχους και ανέμεον το σύνθημα. Οι τρεις πυροβολισμοί ηκούσθησαν μετʼ ολίγον και οι εναγωνίως αναμένοντες ανεφώνησαν κάμοντας τον σταυρόν των:

- Δόξα σοι ο Θεός!

Ο ουρανός ήτο ανέφελος, κατά την νύκτα δʼ εκείνην παρουσίαζεν έκτακτον και καταπληκτικόν θέαμα: Απειροι διάττοντες, διέτρεχον το στερέωμα καθʼ όλας τας διευθύνσεις ως πυρά μάχης. Το θέαμα τούτο, το οποίον εθεωρήθη ως σημείον υπό των πολιορκουμένων, επηύξησε την μελαγχολίαν αυτών. Αλλά καίτοι ήσαν περίλυποι και κατάκοποι, έμειναν αγρυπνούντες και μόνον εις την προσευχήν εζήτησαν ανακούφισιν.

Αφού εψάλη δέησις εις τον ναόν, ο Γαβριήλ ωμίλησεν ως εξής:

“Αδελφοί μου, έχετε πίστιν εις τον Θεόν και θα σωθώμεν. Μη φοβήσθε την δύναμιν του εχθρού. Εάν ο εχθρός είνε δυνατός ο Θεός είνε παντοδύναμος. Και ο Θεός, όστις εβύθισε τους στρατούς του Φαραώ εις την Ερυθράν, δύναται επίσης να καταστρέψη τους στρατούς του Μουσταφά. Ο Θεός όστις εδυνάμωσε τον βραχίονα του μικρού Δαυίδ δια να καταβάλη τον γίγαντα Γολιάθ, θα δώση και εις ημάς τους ασθενείς την δύναμιν να νικήσωμεν τον ισχυρόν αντίπαλον.

Αλλά και αν ο Θεός άλλως θελήση, ας παρηγορηθώμεν και ας χαρώμεν, διότι ημάς εδιάλεξε δια την υψηλήν θυσίαν υπερ πίστεως και πατρίδος. Τάχα αργά ή γρήγορα δεν θʼ αποθάνωμεν;

Προτιμότερον λοιπόν νʼ αποθάνωμεν ως μάρτυρες της πίστεως και της πατρίδος ίνα, όχι μόνον η ψυχή μας μείνη αθάνατος εις τους ουρανούς, αλλά και η μνήμη μας επί της γης εις τον σεβασμόν των ομοεθνών μας. Ο θάνατός μας, όστις εις άλλην περίστασιν θα είνε ανωφελής, τώρα θα γίνη πρόξενος μεγάλου καλού θα σώση την πατρίδα μας.

Και τώρα αδελφοί μου, ας συγχωρήσωμεν και ασπασθώμεν αλλήλους και ας ζητήσωμεν συγχώρησιν παρά του Θεού. Επειτα δε ας πράξωμεν επί τέλους το καθήκον ημών προς την ιεράν ημών πίστιν και την πατρίδα και ας γείνη το θέλημα του Θεού”.

Επειτα τους ηρώτησεν αν ήσαν όλοι έτοιμοι δια το υπέρτατον τούτο καθήκον και όλοι απήντησαν ότι ακλόνητοι θα έφθανον εις τον θάνατον, αν απέβαινεν αδύνατον να φθάσωσιν εις την νίκην.

- Προτιμώμεν νʼ αποθάνωμεν και να ταφώμεν εδώ όλοι, παρά να παραδοθώμεν εις τον εχθρόν, ήτο η θέλησις όλων.

Και εις τα μέτωπα πάντων έλαμπαν ήδη ο στέφανος του μαρτυρίου, τα δε βλέμματά των είχον το ακτινοβόλημα του ενθουσιασμού, με το οποίον οι μάρτυρες του χριστιανισμού εδέχοντο ψάλλοντες τας βασάνους και τον θάνατον.

Κατόπιν ετελέσθη η ιερά μυσταγωγία και πάντες μετέλαβον των αχράντων μυστηρίων. Εξηκολούθησαν δε αγρυπνούντες και αναμένοντες τους απεσταλμένους. Αλλʼ άραγε θα κατώρθωνον να διέλθουν και πάλιν απαρατήρητοι δια μέσου του Τουρκικού στρατοπέδου; Ο κίνδυνος ούτος και η αβεβαιότης εκράτει εις ανησυχίαν τους εν τη μονή. Και αφού παρήλθον ώραι τινες, ο Ηγούμενος και άλλοι ανέβησαν επί του θόλου και των τειχών και ηκροώντο εις την σιγήν της νυκτός. Εξάφνα διακρίνουν ένα ερχόμενον. Ητο ο Αδάμης Παπαδάκης. Εσπευσαν προς αυτόν και τον υπεδέχθησαν εις το κορτάκι με περίπτυξιν χαράς.

Αλλʼ ο Αδάμης, δεν ήτο κομιστής χαροποιών ειδήσεων. Οι καπεταναίοι τους οποίους είδε του διηγήθησαν περίλυποι πως η καταιγίς εματαίωσε τα σχέδιά των και πως όσοι ηδυνήθησαν να πλησιάσωσιν έβλεπον μακρόθεν τον αγώνα και τον κίνδυνον του Αρκαδίου, χωρίς να δύνονται να βοηθήσουν.

- Καλλίτερα, έλεγον, να ήμεθα και μεις μέσα στ΄Αρκάδι ναποθάνωμεν. Μήπως δεν είνε θάνατος να βλέπωμεν από μακράν και να μη μπορούμε να κάμωμεν τίποτε; Αλλά θα έλθωμεν και αύριον και ο Θεός βοηθός. Εστείλαμε γράμματα εις όλα τα χωριά να συναχθούμε το πρωί μπροστά στʼ Αρκάδι.

Μετʼ ολίγον έφθασεν και ο Κούβος, όστις εκόμιζε επιστολάς τα αυτά διαλαμβανούσας. Τον Κορωναίον εύρεν εις το χωρίον Κλησίδι προσπαθούντα να συναθροίση οπλίτας, ίνα μεταβή την επιούσαν εις βοήθειαν του Αρκαδίου. Επειδή δε εκ της μονής του έγραφον ότι “σταθεράν απόφασιν είχον να εγκαρτερήσωσι μέχρι θανάτου”, απήντησεν ως εξής: “Θέλομεν πράξει παν το δυνατόν όπως έλθωμεν εις βοήθειάν σας, αλλά μη όντες εις θέσιν να σας βεβαιώσωμεν περί τούτου, πράξετε ό,τι η συνείδησις σας υπαγορεύει”.

Ο Παπά Κρανιώτης, βραδύνας διότι διέτρεξε μεγαλειτέραν απόστασιν, επέστρεψε περί τα χαράγματα. Εννοηθείς δε παρά των Τούρκων κατεδιώχθη και εκινδύνευσε να συλληφθή ή να φονευθή και ούτω δεν κατώρθωσε να εισέλθη εις την μονήν.

Ο ανδρείος ούτος ιερεύς εφονεύθη μετά τινας μήνας εις μίαν μάχην εν Μυλοποτάμω.

Αφού ανέγνωσαν τας επιστολάς, τας οποίας εκόμισαν οι δύο απεσταλμένοι, οι πολιορκούμενοι συσκεφθέντες απεφάσισαν νʼ ανορύξωσιν υπόνομον. Εις τούτο δε ειργάσθησαν κατά τας υπολοίπους ώρας της νυκτός, θέσαντες εις την υπόνομον δώδεκα βαρέλια πυρίτιδος.

Ο δε Μουσταφάς πασσάς προβλέπων ενδεχομένην συνάθροισιν των επαναστατών, και επίθεσιν εναντίον αυτού την επιούσαν, εσκέφθη να μη αφήση εις αυτούς τον προς τούτο καιρόν επισπεύδων την εκπόρθησιν του Αρκαδίου. Δια τούτο από του όρθρου, ο στρατός αυτού ευρίσκετο επί ποδός και πριν ακόμη εξημερώση, επανελήφθη η επίθεσις. Το πυρ του πυροβολικού διηυθύνετο και πάλιν συγκεντρωμένον κατά της πύλης του μοναστηρίου, ήτις ως ήτο από της προτεραίας ετοιμόρροπος και διερρηγμένη, δεν εβράδυνε να καταπέση εις συντρίμματα. Μετʼ ολίγον δε ηνοίγετο ευρύ ρήγμα και εις το τείχος.

Και τότε αι σάλπιγγες του εχθρού εσήμαναν γενικήν έφοδον. Με φρικτόν δε αλαλαγμόν, ώρμησαν πανταχόθεν κατά της μονής τα άγρια των Τούρκων πλήθη.

Οι υπερασπισταί όμως του Αρκαδίου, ατρόμητοι εις τας θέσεις των, κατά την φοβεράν εκείνην στιγμήν εθέριζον τας πυκνάς των Τούρκων φάλαγγας. Αλλά και οι Τούρκοι ακλόνητοι προχωρούντες έφθασαν εις τα πρόθυρα της μονής και ώρμησαν εις το ρήγμα της πύλης. Εκεί ο Ηγούμενος περιστοιχούμενος υπό δρακός ηρώων ανέκοψε ξιφήρης την ορμήν αυτών και φοβερά συμπλοκή στήθος προς στήθος συνήφθη εις τον στενόν εκείνον χώρον.

Την στιγμήν εκείνην κρότος μέγας ηκούσθη, το έδαφος εσείσθη ως υπό σεισμού φοβερού και μία πλευρά του τείχους ανετινάχθη και κατέπεσε θάψασα υπό τον όγκον αυτής τους συνωθουμένους προ του περιβόλου Τούρκους. Η υπόνομος είχεν αναφλεγή. Εις σύνθημα δοθέν παρά του Γαβριήλ, είς των πλησίον αυτού μαχητών ονόματι Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης, εκ του χωρίου Αδελε της Ρεθύμνης, κατήλθεν εις την υπόνομον και πυροβολήσας εις την πυρίτιδα την ανέφλεξε, γινόμενος αυτός το πρώτον θύμα.

Αλλʼ εκτός των Τούρκων και πολλοί εκ των πολιορκουμένων εύρον τον θάνατον υπό τα ερείπια. Το αποτέλεσμα όμως της εκρήξεως δεν υπήρξεν όσον το ανέμενον οι πολιορκούμενοι καταστρεπτικόν. Η προσδοκία αυτών ήτο νʼ ανατιναχθή ολόκληρος η μονή μετά της περιοχής αυτής, αλλʼ ανετινάχθη μόνον μέρος αυτής.

Η έκρηξις αύτη επέφερε πανικόν εις τους Τούρκους, οίτινας ωπισθοδρόμησαν ατάκτως, νομίζοντες ότι το έδαφος ολόκληρο ήτο υπονομευμένον και θα ηνοίγετο να τους καταπίη. Εκ τούτου δʼ επήλθε βραχεία της πάλης διακοπή. Κατά τας στιγμάς εκείνας είδεν η Δασκαλάκη τον Ηγούμενον έξαλλον, αγνώριστον εκ του καπνού της πυρίτιδος με τα ράσα εις ράκη μεταβεβλημένα. Εκράτει γυμνόν γιαταγάνι. Και με φωνήν περίλυπον της είπε:

- Εσκοτώθηκαν τόσοι κʼ εγώ ζω ακόμη. Δεν έρχεται μια μπάλλα να με σώση; Αλλά δεν θα πέσω ζωντανός στα χέρια των Τούρκων.

Ταύτα δε λέγων εξήγαγε τα περίαπτόν του και της το έδωκε μεθʼ ό έτρεξε εις το ρήγμα, διότι οι Τούρκοι ανασυναχθέντες επήρχοντο εκ νέου. Και όσοι επέζησαν της καταστροφής του Αρκαδίου δεν τον επανείδον ζώντα. Τον επανείδον νεκρόν εν μέσω Τουρκικών πτωμάτων διάτρητον υπό σφαιρών και ξιφισμών και έχοντα την κεφαλήν αποκεκομμένην.

Οι Τούρκοι, πατήσαντες επί των πτωμάτων των ολίγων ηρώων, οίτινες όρθιοι εις το ρήγμα και επί των καπνιζόντων ερειπίων προέτασσον το στήθος αυτών ως τελευταίον προμαχώνα κατά της εισβολής των εχθρών, εισώρμησαν εις την αυλήν. Αλλʼ οι ζώντες ακόμη εκ των υπερασπιστών του Αρκαδίου, αποσυρθέντες εις τα κελλία αντέταξαν εκείθεν την τελευταίαν άμυναν και έστρωσαν την αυλήν με Τουρκικά πτώματα.

- Παραδοθήτε, μωρέ, να γλυτώσετε, εφώναζον προς αυτούς οι εντόπιοι Τούρκοι.

- Ωστε νάχωμʼ ένα φυσέκι θα πολεμούμε, απήντων οι πολιορκούμενοι.

- Θα βάλωμε φωτιά να σας κάψωμε.

- Ο,τι σας περάση να μη τʼ αφήσετε.

Εις έν των κελλίων ευρίσκετο ο Κωστής Δασκαλάκης μετά της μητρός και των συγγενών του. Ενώ δε από του παραθύρου εμάχετο, επληγώθη εις το μέτωπον και το αίμα περιέλουσε το πρόσωπόν του.

- Ω! ανεφώνησεν.

- Για τόσο πράμμα;... του είπεν η μήτηρ του εξετάζουσα το τραύμα με την σπαρτιατικήν της αταραξίαν. Θέλεις να σʼ ακούσουν να πουν πως εφοβήθηκες, γυιέ μου;

Προ του κελλίου είχε πέσει φονευθείς είς Τούρκος στρατιώτης επειδή δε τα πολεμοφόδια των υπερασπιστών του κελλίου επλησίαζον να εξαντληθώσιν, ήνοιξαν την θύραν επί μίαν στιγμήν και έσυραν μέσα τον νιζάμην, επί του οποίου εύρον πυριτοδοβολάς τινάς και δοχείον εκ λευκοσιδήρου περιέχον καφέ και ζάχαριν. Με το τελευταίον τούτο εύρημα κατώρθωσαν να καταπραΰνωσι μίαν αρτιγέννητον εγγονήν της Δασκαλάκη, ήτις, κλαίουσα απαρηγόρητα, τους είχε τρελλάνει με τας κραυγάς της.

Η από των κελλιών αντίστασης διήρκεσεν επί ώραν ικανήν. Αλλά τα πολεμοφόδια των τελευταίων υπερασπιστών του Αρκαδίου εξηντλήθησαν, τα πλείστα δε των όπλων κατέστησαν άχρηστα. Εις την τραπεζαρίαν της μονής είχον κλεισθή περί τους 40 πολεμισταί, εξ ών πολλοί ήσαν πληγωμένοι. Οταν δε τα όπλα των ήρχισαν να σιγώσι, Τούρκοι εντόπιοι, οίτινες τους εγνώριζον, επλησίασαν και τους εκάλεσαν να παραδώσουν τα όπλα, διαβεβαιούντες αυτούς μεθʼ όρκων ότι δεν είχον να φοβηθώσι τίποτε. Οι δυστυχείς εκείνοι επείσθησαν και εκ των παραθύρων, παρέδωκαν τα όπλα, τα οποία άλλως ήσαν άχρηστα. Αλλʼ οι Τούρκοι, επιορκούντες, εισώρμησαν, αφού τους αφώπλισαν, και τους κατέσφαξαν όλους, πλην ενός νέου, Εμμανουήλ Μπριλάκη ονομαζομένου, όστις προλαβών ανερριχήθη και εκρύβη εις την καπνοδόχην. Εκείθεν, μόλις κρατούμενος εκ του τρόμου, ήκουσεν ούτος τας κραυγάς των σφαζομένων και όλον τον φρικτόν θόρυβον της πάλης μεταξύ των αόπλων και των ωπλισμένων. Οι Τούρκοι τον ανεκάλυψαν μετά τινας ώρας εις την καπνοδόχον, αλλά τον έσωσε λοχαγός τις του τακτικού στρατού. Μετά την επανάστασιν εχειροτονήθη ιερεύς, αλλά μετά τινά καιρόν παραφρονήσας απέθανε.

Οι Τούρκοι εκάλεσαν και τους άλλους να παραδοθώσιν, αλλʼ αν και ούτοι είχαν εξαντλήσει τα πολεμοφόδιά των, δεν παρεδίδοντο εις τους εντοπίους. Αι κραυγαί των παραδοθέντων εις την τραπεζαρίαν τους είχον ειδοποιήσει περί της τύχης, ήτις τους ανέμενε.

- Θα πάρετε πρώτα της τελευταίες μας σφαίρες και έπειτα τα τουφέκιά μας, απήντησεν ο Δημακόπουλος εκ τινός κελλίου.

Μόνον δε όταν ήλθε στρατός τακτικός, συγκατένευσαν να παραδοθώσιν. Αλλʼ οι άτακτοι ορμώντες δια μέσου των στίχων του στρατού, εθανάτωσαν πολλούς, κατά την στιγμήν της παραδόσεως. Τινές μάλιστα αρπάσαντες νήπια από τας αγκάλας των μητέρων, τα διεμέλισαν.

Οι υπολειφθέντες εκ των πολιορκουμένων, ουχί περισσότεροι των 150, ωδηγήθησαν εις το στρατόπεδον του Μουσταφά, όστις είπε προς τους άνδρας, υποκρινόμενος ευαισθησίαν φιλανθρώπου:

- Δεν ελυπηθήκατε, μωρέ, τα παιδιά και τις γυναίκες; Φτού σας, αντεψίζηδες!

Ηρώτησεν έπειτα αν ο Κορωναίος ήτο εντός της μονής και μαθών ότι ούτος είχεν μείνει έξω της πολιορκίας, είπε:

- Κρίμα! άδικα χάσαμε τόσους ανθρώπους.

Μετά τούτο διέταξε να χωρισθώσιν οι ολίγιστοι άνδρες από τα γυναικόπαιδα, και ερωτών ένα έκαστον εκ των ανδρών αν ήσαν εθελονταί ή Κρήτες, εχώριζε και τούτους.

- Είσαι ξένος εσύ; είπε προς τον Δημακόπουλον.

- Είμαι στρατιώτης του Βασιλέως των Ελλήνων, απήντησεν ο ανθυπολοχαγός, όστις φορών την στολήν του, δεν ηδύνατο, και αν ήθελε, νʼ αποκρύψη την ιδιότητά του.

- Και σύ; ηρώτησε τον Κωνσταντίνον Δασκαλάκην, όστις εφόρεε στολήν Ελληνος εθνοφύλακος.

- Στρατιώτης του Βασιλέως των Ελλήνων, απήντησεν και ούτος.

Την αύτην απάντησιν έδωκε και ο Βασίλης Αράπης ο σαλπιγκτής, είς στρατιώτης του ιππικού ονόματι Σπύρος και ο εκ Ρεθύμνου Νικόλαος Γαληνάκης.

Εις την ακολουθίαν του Πασσά ήτο αγαθός τις Μωαμεθανός Ρεθύμνιος, όστις εγνώριζε τον Γαληνάκην, ως κάτοικον Ρεθύμνου. Γνωρίζων δε ότι οι εθελονταί θα εθανατώνοντο, ηθέλησε να τον σώση.

- Βρε δεν είσαι συ ο Νικολής ο Γαληνός από το Ρέθεμνο; Δεν είσαι ράφτης στο Ρέθεμνο; Γιάϊντα δεν λες την αλήθεια;

Αλλʼ ο Γαληνάκης, νομίζων ίσως ότι η σωτηρία του ήτο ασφαλεστέρα αν συγκαταλέγετο εις τους εθελοντάς, επέμεινε διατεινόμενος, ότι ήτο εθελοντής και στρατιώτης.

Οι ούτως αποχωρισθέντες ως εθελονταί παρεδόθησαν εις απόσπασμα στρατού, το οποίον αφού τους απεμάκρυνε, τους περιεκύκλωσε και τους εφόνευσε δια λογχισμών. Επειτα επικόπησαν αι κεφαλαί των και εξεσφενδονίσθησαν εις το μέρος όπου εφυλάσσοντο τα γυναικόπαιδα.

Εν τω μεταξύ οι άτακτοι ελεηλάτουν και κατέστρεφον ό,τι έμενεν ακόμη εις το Αρκάδιον, και εβεβήλουν τον νανόν. Ευρόντες δε εις εν κελλίον τρεις βαθυγήρους μοναχούς, τυφλούς και παραλυτικούς εκ του γήρατος τους έκαυσαν ζωντανούς. Ενώ δε ούτοι εις ταύτα κατεγίνοντο, μια των περιστερών, τας οποίας είχε φυγαδεύσει εκ του μοναστηρίου της μάχης η βοή και ο πάταγος, ήλθεν κʼ εκάθησεν επί του κωδωνοστασίου. Ιδών δε αυτήν είς των Τούρκων, την επυροβόλησε και την εφόνευσε. Δεν έπεσεν όμως κάτω το πτηνόν, αλλʼ έμεινεν επί της στέγης. Ο δε Τούρκος αναβάς να πάρη την περιστεράν, εύρεν ένα χριστιανόν, κρυπτόμενον μεταξύ των δύο θόλων του ναού και τον εφόνευσεν.

Ο Μουσταφάς παρέμεινεν εις το οροπέδιον του Αρκαδίου δια να θάψη τους νεκρούς του, οίτινες πολυάριθμοι εκάλυπτον τα πέριξ και την αυλήν της μονής τους δε αιχμαλώτους απέστειλε μετά μέρους στρατού και εντοπίων Τούρκων εις Ρέθυμνον.

Καθʼ οδόν οι αιχμάλωτοι υπέφεραν μαρτύρια, ως να μη ήσαν αρκετά όσα είχον υποφέρει μέχρι τούδε. Οι παρακολουθούντες Τουρκοκρήτες τους επροπηλάκιζον παντοιοτρόπως.

Επειδή όπως ήσαν εξηντλημένοι σωματικώς και ψυχικώς, τινές δε και πληγωμένοι, εσύροντο μάλλον παρά εβάδιζον, τους εκτύπων με τα όπλα δια να ταχύνουν το βήμα. Μόνον προς την Χαρίκλειαν Δασκαλάκη εφέρθησαν μετά τινος σεβασμού, διότι τινές εκ των Τούρκων χωρικών την εγνώριζον, της προσέφερον μάλιστα και ημίονον να ιππεύση, αλλά δεν εδέχθη. Αλλʼ όταν είδε να βασανίζουν τόσον βαρβάρως τους άλλους αιχμαλώτους, δεν ηδυνήθη να κρατήσει την αγανάκτησίν της και είπε προς τους Τούρκους:

- Ανάθεμα τσι μπάλλας που μας αφήκανε ζωντανούς! Δε μας σκοτώνετε μια και καλή να γλυτώσωμε;

Είς των Τούρκων έσυρε την πιστόλα του.

- Εχεις και γλώσσα, γκιαούρισα, αϊ;

- Και διηύθυνε το όπλον κατʼ αυτής επειδή δε οι άλλοι τον ημπόδισαν, ήρπασεν από την αγκάλην της Δασκαλάκη την μικράν της εγγονήν και την ετίναξεν εις απόστασιν. Εκ της πτώσεως εκείνης έπαθε κάταγμα η κνήμη του βρέφους, εξ ού διετήρησε και κατόπιν μικράν βλάβην χωλαίνουσα ολίγον. Σήμερον είνε διδασκάλισσα η εγγονή της Χαρίκλειας Δασκαλάκη, ονομαζόμενη Παρασκευή Δαμουλάκη.

Εις το χωρίον Μέση απέθανον τινές των τραυματισμένων αιχμαλώτων. Οι δε Τούρκοι εκάλεσαν ένα ιερέα να τους θάψη, ουχί εκ γενναιοψυχίας και σεβασμού προς τα ευγενή εκείνα θύματα, αλλά δια να λάβουν αφορμήν να υβρίσουν και την θρησκείαν αυτών. Καθʼ ήν ώραν λοιπόν ο ιερεύς ανεγίνωσκε τας ευχάς της εκκλησίας επί των νεκρών, οι Τουρκοκρήτες πλησιάζοντες τον ολάφιζον διότι τάχα δεν τάψαλλε καλά.

Οι ολίγοι άνδρες αιχμάλωτοι ήσαν δεμένοι. Μεταξύ αυτών ήτο και ο Κούβος, τον οποίον οι Τουρκοκρητικοί εμίσουν εξαιρετικώς, διότι ήτο φημισμένος δια την ανδρείαν του και προ της επαναστάσεως κατεδιώκετο υπό της Τουρκικής εξουσίας, διότι πολλούς εκ των θρασυτέρων Τούρκων είχε ταπεινώσει. Ητο όμως τόσον μαυρισμένος και παραμορφωμένος, ώστε και όσοι εκ των Τούρκων τον εγνώριζον δεν τον ανεγνώρισαν μεταξύ των αιχμαλώτων. Ολίγον δε κατωτέρω της Μέσης κατορθώσας να λύση τα δεσμά του, απεπειράθη να φύγη. Αλλʼ οι Τούρκοι τον συνέλαβον και ανακαλύψαντες τότε ποίος ήτο, τον εθανάτωσαν κατά τρόπον φρικτόν, ακρωτηριάσαντες και διαμελίσαντες αυτόν.

Εις το Ρέθυμνον ο Τουρκικός όχλος υπεδέχθη τους αιχμαλώτους με λοιδορίας και εμπτυσμούς. Ούτω δε τους συνώδευσε μέχρι του Διοικητηρίου, όπου οι μεν άνδρες ερρίφθησαν εις τας φυλακάς, αι δε γυναίκες και τα παιδία, παρεδόθησαν, ενεργεία των προξένων εις τον Επίσκοπον ίνα κρατηθώσιν εις την Επισκοπήν. Και τα μεν γυναικόπαιδα μετʼ ολίγας ημέρας αφέθησαν ελεύθερα, οι δε άνδρες εκρατήθησαν επί μήνας εις την φυλακήν.

Δεν πρέπει να παραλείψω ότι είς των εν Ρεθύμων Τούρκων, ο εξ Ηρακλείου Μουχαρέμ βέης, ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, μετά τόσης φιλανθρωπίας εφρόντισεν υπέρ των αιχμαλώτων του Αρκαδίου και τοιούτον ενδιαφέρον έδειξε διʼ αυτούς, ώστε η διαγωγή του ενίσχυσε την υποψίαν, την οποίαν είχον σχηματίσει περί αυτού εξ άλλων παραπλησίων εκδηλώσεων οι Τούρκοι, ότι ήτο χριστιανός εν τω κρυπτώ. Η υποψία δε αύτη επεβεβαιώθη βραδύτερον, όταν τα τέκνα του, καταφυγόντα εις την Ελλάδα, εβαπτίσθησαν.

ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ ΣΚΡΙΠ: Εις μίαν σύντομον αφήγισιν ως η ανωτέρω δεν ήτο δυνατόν να περιληφθώσιν όλαι αι λεπτομέρειαι μιας τόσο μεγάλης ιστορικής σελίδος. Διʼ αυτό και παρελείφθη βεβαίως υπό του συγγραφέως μεταξύ άλλων το μεγαλοπρεπώς ωραίον επεισόδιον του θανάτου του Δημακοπούλου, ενός εκ των ιστορικών ηρώων της αμύνης του Αρκαδίου και αξιωματικού, όστις συλληφθείς ζών υπό των Τούρκων και προσαχθείς ενώπιον του Μουσταφά, παρά του οποίου εξεβιάσθη να τουρκέρψη, ηρνήθη γενναίως να το πράξη. Τότε, παραδοθείς εις τους δημίους όπως θανατωθή αμέσως, έδωκε πρώτος το σύνθημα της θανατώσεώς του διατρυπηθείς υπό του ιδίου ξίφους του και πεσών υπό τα κτυπήματα των αγρίων νικητών με την ιεράν πίστιν του Χριστού εις την γενναίαν καρδίαν του.

Πηγή : Εφημερίδα Πατρίς
Δημοσίευση : 15/11/2010

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

2010-Χαράλαμπος Πίτερης-πανηγυρικός

  ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΗΤΗΣ Το Ρέθυμνο κατέθεσε την ευγνωμοσύνη του με τις καθιερωμένες εκδηλώσεις Τρίτη, 09 Νοεμβρίου 2010 - Τ... thumbnail 1 summary
 ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΗΤΗΣ
Το Ρέθυμνο κατέθεσε την ευγνωμοσύνη του με τις καθιερωμένες εκδηλώσεις
Τρίτη, 09 Νοεμβρίου 2010 - Της ΕΥΑΣ ΛΑΔΙΑ


Η δίνη των εκλογών δεν επισκίασε τη λαμπρότητα της επετείου των 144 χρόνων από το ολοκαύτωμα της Ιεράς Μονής Αρκαδίου, οι εκδηλώσεις της οποίας κορυφώθηκαν χθες με επίκεντρο το ιστορικό μοναστήρι.
Προηγήθηκε η καθιερωμένη παρέλαση στη Λεωφόρο Κουντουριώτη και στη συνέχεια οι επίσημοι μετέβησαν στη Μονή για να παρακολουθήσουν τις τελετές που είχαν προγραμματιστεί.


Προηγήθηκε Δοξολογία χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ.κ. Ευγενίου και συλλειτουργούντων των Σεβασμιοτάτων Μητροπολιτών Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ.κ. Ευγενίου και Λάμπης Συβρίτου και Σφακίων κ.κ. Ειρηναίου.
Στη συνέχεια εκφώνησε τον πανηγυρικό της ημέρας ο ειδικός συνεργάτης του Νομάρχη Ρεθύμνου κ. Χαράλαμπος Πίτερης αναφέροντας τα εξής:

«Αποθέτουμε την ευγνωμοσύνη μας»

Ως πιστοί προσκυνητές, σε τούτο το μνημείο της υπερήφανης κρητικής γης, ερχόμαστε να αποθέσουμε την ευγνωμοσύνη μας, σ’ αυτούς που πάλεψαν, για την Ελευθερία, τη Δημοκρατία, τη βαθιά Χριστιανική τους Πίστη.
Είναι δυνατόν, ο καθένας από εμάς να απομονώσει νοερά, εδώ, τις ανάσες, τις φωνές, τις μορφές όλων εκείνων, που παρόλο που γνώριζαν την έκβαση αυτής της άνισης μάχης, αποφάσισαν να χαθούν για τα ιδεώδη τους.
Φτάνοντας στο τέλος;
Όχι!
Έφτασαν στην αρχή μιας νέας ένδοξης πορείας, που η ιστορία τους έχει κατατάξει στους ήρωες, διδάσκοντας σ’ εμάς τους νεώτερους, ότι η στάση για τα ιδανικά, η στάση για τις ανθρώπινες αξίες είναι αδιαπραγμάτευτη.
Ακόμα και ένα μικρό παιδί, βλέποντας σήμερα, τη σεβάσμια εικόνα του Ηγουμένου Γαβριήλ Μαρινάκη, μπορεί να αντλήσει δύναμη από τη γαλήνια και συνάμα ισχυρή και επιβλητική προσωπικότητα του.
Εύκολα μπορούμε να διακρίνουμε, ανάμεσα στην οχλοβοή των πολιορκημένων, τις εντολές του νεαρού Ανθυπολοχαγού-Φρούραρχου Ιωάννη Δημακόπουλου, -που στάθηκε ισάξιος αντικαταστάτης του ήρωα Συνταγματάρχη Πάνο Κορωναίου- να οργανώνει τις λιγοστές δυνάμεις του μοναστηριού, απέναντι σε ένα πολυάριθμο και καλά εκπαιδευμένο οθωμανικό στρατό, εκείνο το πρωί της 8ης Νοεμβρίου 1866. Σαν σήμερα, ημέρα της Σύναξις των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ.


Ακούγονται ακόμα έντονα, οι φωνές της ηρωίδας Χαρίκλειας Δασκαλάκη, μητέρα 13 παιδιών, Χριστομάνα όπως την αποκαλούσε ο Φρούραρχος Δημακόπουλος, που παρόλο το προσωπικό της δράμα, έχοντας χάσει 3 γιους σ’ αυτή την επανάσταση, αποτελούσε τρανταχτό παράδειγμα γενναιοψυχίας, αυταπάρνησης και ασυμβίβαστου. Μοιράζοντας απλόχερα, κομμάτια από την ψυχή της. Ως μια σύγχρονη δυναμική Μινωΐτισσα. Την «Μπουμπουλίνα τ’ Αρκαδιού», όπως την αναφέρει ο Διονύσιος Μαραγκουδάκης, Επίσκοπος Πέτρας.
Ακόμα πιο εύκολα θα ξεχωρίσουμε, τις φωνές των μικρών παιδιών, που καταθέτουν τη ψυχή τους σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή, με γενναιότητα και αντρειοσύνη που θα την ζήλευαν πολλοί ενήλικοι του σύγχρονου κόσμου.
Εκείνη την ημέρα οι υπερασπιστές του ανεμόμυλου, στα βορειοδυτικά της Μονής, υποχρεώθηκαν να υποκύψουν. Η αυταπάρνηση και ο τραγικός τους θάνατος, δεν κάμπτει, προκαλεί στους πολιορκημένους τ’ Αρκαδιού, συναισθήματα βαθιάς Εθνικής Υπερηφάνειας.
Ας εισέλθουμε νοερά, στην κατανυκτική εκείνη τελευταία Μυσταγωγία, όπου έλαβε χώρα σ’ αυτό το ναό, όπου μπροστά στο θάνατο, οι πολιορκημένοι μεταλαβαίνουν των αχράντων μυστηρίων από το χέρι του Ηγούμενου Γαβριήλ. Ακόμα και ο ενθουσιώδης λόγος του, στο τέλος, είναι έμπνευση και υπαγόρευση της καρδιάς του, ως αρμόζει σ’ ένα πραγματικό θρησκευτικό ηγέτη και συνάμα αγωνιστή της Ελευθερίας!
«Ιερωτέρα της στιγμής εκείνης δεν υπήρξε ποτέ δι’ αυτούς. Ήσαν μεταξύ της ζωής και του θάνατου, μεταξύ ουρανού και γης», αναφέρει ο Επίσκοπος Πέτρας, Διονύσιος Μαραγκουδάκης.
Ακόμα και ο ίδιος ο ουρανός δεν άντεξε μπροστά στην στάση που κράτησαν όλοι, όχι μόνο των αγωνιστών αλλά των μικρών παιδιών που ωρίμασαν μέσα σε μια νύχτα.
Ήταν όλοι τους έτοιμοι για την υπέρβαση!
Όχι παθητικά καρτερώντας, αλλά γεμάτοι με δίψα για την αυριανή Νέα Ζωή.
Την επομένη ημέρα, 9 Νοεμβρίου 1866, ο εκκωφαντικός ήχος της Μπουρμπάδας, με αλλεπάλληλα χτυπήματα άνοιξε ρήγματα στο δυτικό τείχος της Μονής. Ρήγματα υλικών μόνο διαστάσεων όχι όμως ρήγματα στον ψυχισμό των απλών πολεμιστών που η κάθε δυσκολία, τους οδηγούσε στο να αντλήσουν δύναμη από τη βαθιά τους πίστη και την άρνηση υποταγής.
Είναι τυχεροί, που μπόρεσαν να αποδείξουν, ότι στην μακραίωνη ιστορία μας, για άλλη μια φορά, υπάρχουν άνθρωποι των οποίων οι ηθικές αξίες, τα ιδανικά δεν χάνονται σε περιόδους κρίσης, απεναντίας, ενισχύονται.
Η είσοδος των κατακτητών, στον ιερό αυτό χώρο, που πίστεψαν ότι με το γιαταγάνι θα μπορέσουν να στείλουν μήνυμα υποταγής σ’ όλο το νησί, σ’ όλο τον κόσμο, διαψεύστηκαν! Απεναντίας, πέτυχαν να δυναμώσουν το φρόνημα και να αναδείξουν το βαθύ ψυχισμό των ηρώων αυτών.


Οι κατακτητές έγιναν οι πρώτοι αναμεταδότες του μηνύματος για την ελευθερία! Αφού ακόμα και ίδιοι έμειναν έκθαμβοι μπροστά στην γενναιότητα των λίγων.
Λίγα μέτρα πιο πέρα από εδώ, στην παλιά οιναποθήκη της Μονής -που μετετράπη σε μπαρουταποθήκη- λιγοστοί άνδρες, γυναίκες και παιδιά, συνωστίζονται στον προθάλαμο της λύτρωσης. Με περίσσεια ψυχραιμία ο Πυρπολητής Κωστής Γιαμπουδάκης, αναμένει τους λυσσαλέους κατακτητές, για να προξενήσει ακόμα μεγαλύτερες απώλειες.
Φλόγα και Λάμψη! Και ο φάρος του μηνύματος για την Ελευθερία, την Ένωση, άρχισε να ακτινοβολεί!
Όλοι τους, μέσα στην πυριτιδαποθήκη, διάβηκαν τα αιώνια μονοπάτια!
Έμελλε να ζήσει ένα μικρό παιδί! Ως δώρο θεού, που ανάγκασε τον κατακτητή να μεταμορφωθεί προς στιγμή σε ένα καλό Σαμαρείτη και να την παραδώσει ο ίδιος στον ήδη δέσμιο πατέρας της! Η Ελένη Λουκάκη ή Σφακιαναντώναινα.
Η ιστορία έχει ανάγκη από πρωταγωνιστές.
Όμως οι πραγματικοί πρωταγωνιστές αυτού του κρητικού δράματος, δεν ήταν μόνο οι επώνυμοι, ήταν όλοι και οι απλοί και ανώνυμοι υπερασπιστές αυτού του ιερού βωμού.
Όλοι μας θα συμφωνήσουμε ότι το ολοκαύτωμα τ’ Αρκαδιού, αποτέλεσε πηγή ζωής, πηγή έμπνευσης, αναπαράγοντας τη λάμψη και μεταφέροντας μηνύματα πολύ γρήγορα σ’ όλο τον κόσμο. Μηνύματα απαξίωσης στον τουρκικό ζυγό, μηνύματα κρητικής λεβεντιάς. Ξεσηκώνοντας κύματα συμπαράστασης και φιλελληνισμού σε κάθε γωνιά της γης!
Τα μηνύματα της αρκαδικής εθελοθυσίας είναι διάσπαρτα σε κάθε σελίδα της ιστορίας μας, σε κάθε γωνιά του ιερού αυτού τόπου.
Είναι αρκετό αυτό;
Όχι!
Σ’ εμάς έγκειται να αποδείξουμε, με τις πράξεις μας, τις στάσεις μας, καθημερινά, ότι τα μηνύματα αυτά δεν χάθηκαν στην πορεία του χρόνου αλλά έχοντας την ωριμότητα, τα αναπαραγάγουμε, ακέραια.
Τα έχομε ανάγκη όσο ποτέ άλλοτε.
Πρέπει να διδαχθούμε από την υπέρβαση των αγωνιστών αυτών όχι μόνο τ’ Αρκαδιού αλλά ολάκερης της Κρήτης.
Ίσως, είναι καιρός να προχωρήσουμε στην δική μας υπέρβαση, που θα μας βοηθήσει να αποτελέσουμε εμείς ίδιοι, φωτεινά παραδείγματα για το αύριο, για τα παιδιά μας.
Πηγή : Ρεθεμιώτικα Νέα http://www.rethnea.gr

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

1996-Η εγκυκλοπαίδεια Νέα Δομή

Η εγκυκλοπαίδεια Νέα Δομή έκδοση 1996  στο λήμμα «ΑΡΚΑΔΙ» αναφέρει: Ιστορική Μονή της Κρήτης , κοντά στο Ρέθυμνο, που το ολοκαύτωμά τη... thumbnail 1 summary
Η εγκυκλοπαίδεια Νέα Δομή έκδοση 1996  στο λήμμα «ΑΡΚΑΔΙ» αναφέρει:
Ιστορική Μονή της Κρήτης , κοντά στο Ρέθυμνο, που το ολοκαύτωμά της το 1866 , την ανέδειξε σε σύμβολο ηρωισμού και θυσίας. Η παλιότερη ιστορία της δεν είναι ακριβώς γνωστή. Ιδρύθηκε ίσως κατά τα τέλη του 12ου αιώνα και πήρε το όνομά της πιθανώς από τον ιδρυτή της, κάποιον Αρκάδιο μοναχό. Τη σημερινή της μορφή πήρε κατά τα τέλη του 16ου αι. Τότε χτίστηκε σε ρυθμό μπαρόκ — με δαπάνη του ηγούμενου της μονής Κλήμη Χορτάτζη, συγγενή ίσως του ποιητή της Ερωφίλης — ο ωραιότατος ναός της, που είναι αφιερωμένος στο Σωτήρα και στον άγιο Κωνσταντίνο. Παγκόσμια όμως γνωστό έγινε το Αρκάδι κατά τη μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866 - 1869.
Κατά τους πρώτους μήνες της εξέγερσης είχαν συγκεντρωθεί στη μονή 700 περίπου γυναικόπαιδα και μερικές εκατοντάδες ένοπλοι, ντόπιοι και εθελοντές από την ηπειρωτική Ελλάδα. Η τοποθεσία της μονής όμως δεν ήταν πρόσφορη για αποτελεσματική άμυνα, γι' αυτό ο συνταγματάρχης Κορωναίος προτίμησε να φύγει και να επιχειρήσει αντιπερισπασμό στον τουρκικό στρατό που κινιόταν ήδη για να κυκλώσει τη μονή. Την άμυνα του μοναστηριού ανάλαβαν ο ηγούμενος Γαβριήλ και ο εθελοντής υπολοχαγός Ι. Δημακόπουλος. Στις 9 Νοεμβρίου 1866, μετά από τριήμερη πολιορκία, το μεγάλο πυροβόλο που μόλις είχε μεταφερθεί εκεί από το Ρέθυμνο, έσπασε τη σιδερόπορτα της μονής κι οι Τούρκοι όρμησαν στην αυλή του μοναστηριού. Τη στιγμή εκείνη, σύμφωνα με την ομόφωνη απόφαση που είχαν πάρει την προηγούμενη νύχτα οι πολιορκούμενοι, ο νεαρός Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη κι ολόκληρη η ανατολική πτέρυγα της μονής ανατινάχτηκε στον αέρα καταπλακώνοντας Τούρκους και χριστιανούς. Το ολοκαύτωμα του Α. είχε παγκόσμια απήχηση. Ποιητές, όπως ο Β. Ουγκό, ύμνησαν το ηθικό μεγαλείο και το πανανθρώπινο νόημα της θυσίας εκείνης. Η μονή εξακολουθεί να λειτουργεί και σήμερα. Στο οστεοφυλάκιό της και στο μικρό της μουσείο φυλάγονται λείψανα, όπλα και άλλα αντικείμενα σχετικά με τα πρόσωπα και τα γεγονότα της εποχής εκείνης.

Στο λήμμα «Γιαμπουδάκης» αναφέρει:

Γιαμπουδάκης Κωνσταντίνος: Κρητικός αγωνιστής που πήρε μέρος με την έκρηξη της Κρητικής επανάστασης του 1866 στις πρώτες μάχες που δόθηκαν στην περιοχή του Ρεθύμνου κατά των Τούρκων και υπερασπίστηκε με γενναιότητα, μαζί με μια ομάδα συμπολεμιστών του, τη μονή του Αρκαδίου, την οποία και ανατίναξε, στις 9 Νοεμβρίου 1866 βρίσκοντας έτσι ηρωικό θάνατο μαζί με τους συντρόφους του και προκαλώντας μεγάλες απώλειες στον εχθρό.

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

2009-Ομιλία του δασκάλου Κώστα Μυγιάκη στο σύλλογο Χανίων "Αρκάδι"

Στην Εκδήλωση του Συλλόγου Ρεθυμνίων "Το Αρκάδι" Νομού Χανίων Δευτέρα 9 Νοεμβρίου στις 7 μ.μ. στο Πνευματικό Κέντρο των Αγ... thumbnail 1 summary

Στην Εκδήλωση του Συλλόγου Ρεθυμνίων "Το Αρκάδι" Νομού Χανίων

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου στις 7 μ.μ. στο Πνευματικό Κέντρο των Αγίων Κων/νου και Ελένης "Κωνσταντινοπολειάδα" στη Νέα Χώρα.


Της Αγίας Τράπεζας Διάκονοι. Κύριε Αντιδήμαρχε. Κύριε Πρόεδρε.

Κύριοι εκπρόσωποι φορέων και Συλλόγων

Φίλοι Ρεθεμνιώτες των Χανιωτώ και Χανιώτες τω Ρεθεμνιωτώ φίλοι,

Δέος με κατέχει την ώρα τούτη που καλούμε να σας μιλήσω για τη δόξα και το μεγαλείο τ’ Αρκαδίου. Να ψελλίσω εγώ τους θνητούς μου λόγους εκεί όπου φωνάζουν τα αθάνατα λόγια των ηρωικών υπερασπιστών τ’ Αγίου Μοναστηριού εγώ ο ταπεινός και μικρός να μιλήσω, για το ιστορικό μέγεθος τ’ Αρκαδίου και την ολοκαύτωσή του;

Για τ’ Αρκάδι, που’ ναι φωτιά, που φωτιές ανάβει και ψυχές δυναμιτίζει που πρέπει να το πλησιάσεις, με προσοχή και προσευχή, με πίστη, με πάθος και φόβο θεού μα και με ανταγωνιστικότητα και παλικαριά.

Δεν ξέρω αν το μπορέσω, όμως τολμώ αυτό το μεγάλο τόλμημα γιατί τ’ Αρκάδι έχει πυρπολήσει το είναι μου από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου εξ αιτίας της συγγενικής μου σχέσης με τον κατοπινό ηγούμενο τ’ Αρκαδίου συγχωριανό μου, Διονύσιο Ψαρουδάκη, το νέο Γαβριήλ, τον πολέμαρχο κι αγωνιστή πολλών εθνικών αγώνων, τον Παπαφλέσσα της Κρήτης.

Λες Αρκάδι, κι’ ο νους σου πάει σ’ ολόκληρη την Κρήτη και σ’ όλους τους βασανισμένους Κρητικούς που σαν περήφανος λαός δεν το βαστά να ζει παράμερα από την ιστορία. Εναντιώνεται στην αδικία κι ο ηρωισμός κι η περηφάνια του δεν τον αφήνει να τον θάψουν ζωντανό και παίρνει τη μεγάλη κι ιστορική απόφαση στις 21 τ’ Αυγούστου του 66, στη Γενική Επαναστατική Συνέλευση στ’ Ασκύφου τω Σφακιώ, να ξαναπιάσει η Κρήτη το τουφέκι, ύστερα από την επανάσταση του 1858, και ν’ αγωνιστεί τώρα με το σύνθημα «Ένωση ή Θάνατος».

Κι’ αυτό το σύνθημα που ήταν όνειρο, πόθος κι ελπίδα τους διαπερνά το νου και την ψυχή τους, την καρδιά κι ολόκληρο το είναι τους, και γίνεται προσκλητήριο «ζωής ή θανάτου» για τον κάθε κρητικό. Γίνεται τάμα του σηκωμού, λες κι ο καθένας τους χωριστά, κι όλοι μαζί είχαν ακουστά τα λόγια του δασκάλου του κοντού και χλωμού, που τον καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη, απαντά με κείνα τα υπέροχα πατριωτικά λόγια, στο γερό Καμπαναριό, πού χε τάχα φρόνηση και λογική, πιότερη από των άλλων καπεταναίων.

«Μα πότε γέρο καμπανάρο γίνηκε ένα μεγάλο πράμα στον κόσμο με σιγουράδα; Πότε η φρονιμάδα ξεσήκωνε τους ανθρώπους να παρατήσουν τα σπίτια τους και το χουζούρι τους, και να πιάσουν τα βουνά, να ζητούν ελευτεριά;

Μα αυτό θα πει παλικαριά:

Να κινάς και να μην είσαι σίγουρος. Δεν είναι έμπορος, Καπετάν Καμπανάρο η ψυχή του Κρητικού, είναι πολεμιστής. Πολεμιστές είμαστε οι κρητικοί και όχι πραματευτάδες.

Ένα μπουρλότο είναι η καρδιά του Κρητικού, και χιμάει και τρακάρει με την αρμάδα του Σουλτάνου, και την τινάζει στον αέρα. Η ψυχή του Κρητικού κρατάει σπαθί και όχι ζυγαριά: Εμπρός λοιπόν στ’ όνομα του θεού, στ’ άρματα αδέλφια.

Μ’ αυτό έκαψαν κι οι Κρητικοί το 66. Άρπαξαν τ’ άρματα για τρείς ολόκληρους φαρμακωμένους χρόνους, από το 66 ως και το 69. Και μάτωσε πολύ τότες η Κρήτη, γιατ’ ήταν μόνη και αβοήθητη, σ’ αυτόν τον άνισο και σκληρό αγώνα.

Η μάνα Ελλάδα ποθεί και θέλει να βοηθήσει την αγωνιζόμενη μέχρι θανάτου θυγατέρα της, μα δεν έχει τη δύναμη. Στέλνει στην Κρήτη λίγα εφόδια και καμπόσους εθελοντές, αλλά καμώνεται πως βρίσκεται έξω από τον καυγά.

Η μόνη βοήθεια που δίνει στο φανερό, είναι να ψωμοταϊζει την προσφυγιά, γυναικόπαιδα της Κρήτης, στον Πειραιά και στην Αθήνα, στο Ναύπλιο και τη Σύρο, προσφέροντας τους, το πικρό ψωμί της ξενιτιάς, την ώρα που οι άντρες τους σφαγιάζονται στο αγαπημένο τους νησί.

Αυτή είναι η εικόνα της Κρήτης τους πρώτους μήνες του σηκωμού του 66.

Και φτάνει ο Νοέμβρης!.....Κι’ η ιστορία θέλησε και πάλι στ’ Αρκάδι να δοκιμάσει άλλη μια φορά το τραγικό μεγαλείο του Έλληνα _ του Κρητικού αγωνιστή μπροστά στο θάνατο, και να φανερώσει στον κόσμο μας με ηρωικές σκηνές την αντρειοσύνη του Κρητικού. Κι’ έτσι τ’ Αρκάδι τρομακτικό σε μέγεθος και τραγικό στην ουσία του, ξεπέρασε τα όρια του χώρου και του χρόνου. Υψώθηκε πανανθρώπινο σύμβολο αγώνα και εθελοθυσίας, τιμής και αξιοπρέπειας, ελευθερίας και εθνικής ανεξαρτησίας, σύμβολο ανθρώπινης καταξίωσης, και με φωτοστέφανο πέρασε να ζει στην αιωνιότητα.

Κι’ η επανάσταση αυτή που δόξασε τ’ Αρκάδι, και που άναψε σ’ όλη την Κρήτη και στέριωσε παντού, γιατ’ ήταν αδύνατο να σταθεί στην πατρίδα του Ετεάρχου και του Μίνωα ένας αφέντης βαρβαρόφωνος.

Και στέριωσε για καλά, χάρις στους ποταμούς αίματος που έχυσε, στον τρίχρονο αγώνα, παρά την εχθρική ή αδιάφορη και δόλια συμπεριφορά της Ευρώπης.
Κι’ ο αγώνας αυτός ο μυθικός σε ξεδιπλώματα ηρωικής ανδραγαθίας, ο πυρακτωμένος από τη φλόγα του πιο αρρενωπού πνεύματος εθελοθυσίας, είναι ο καρπός μιας αδιάσπαστης ψυχικής κατεργασίας που συντελέστηκε στα άδυτα της εθνικής συνείδησης των Κρητών.

Και δεν μπορεί να είναι κατόρθωμα ραγιάδων, αλλά το συνταρακτικό άστραμμα της ορμής ανθρώπων που σκέφτονται λεύτερα. Και ακριβώς η ορμή αυτή τους παρέσυρε σε λίγο στο πανηγύρι της φωτιάς τ’ Αρκαδίου, που βροντοφωνεί στην οικουμένη.

Εμένα με λέν Αρκάδι! Δεν παραδίδομαι!

Τ’ Αρκάδια δεν πέφτουν και δεν προσκυνούν. Και πράγματι οι ολίγοι στ’ Αρκάδι, που τιμούμε σήμερα, δεν προσκύνησαν, αποφάσισαν να πεθάνουν, γιατί διάλεξαν λεύτερα τη θυσία τους. Τους κοσμούσε η προαιώνια αρετή του Κρητικού λαού, που θέλει καταξιωμένη στην ανθρώπινη ζωή «μονάχα στη λευτεριά».

Όλοι τους είχαν νοιώσει το πυρωμένο ρίγος τους λαού μας στα σπλάχνα τους, περπατούσε στις φλέβες τους το αίμα της ρωμιοσύνης, και κτύπησε την πόρτα της καρδιάς τους η κουζουλάδα του πολέμου.

Μα όλοι εσείς, όλοι εμείς, ταιριάζει κι’ επιβάλλεται, όταν έρχεται η άγια τούτη μέρα της ολοκαύτωσης, να πηγαίνουμε τις ψυχές μας στα ψηλαλώνια του στοχασμού, και να αναθυμούμαστε τα τραγικά γεγονότα, που για φέτος έχουν περάσει 143 χρόνοι, από τότε που τον ιερό χώρο τ’ άγιου μοναστηριού σημάδεψε μια ηφαιστειακή, μια κοσμογονική έκρηξη, που ξεχύνεται επάνω του, μ’ ένα πύρινο φέγγος, ένα φώς θείας μεταμόρφωσης, που γίνε αφορμή να λάμψει το Αρκάδι, με ένα ουρανόφεγγο ολοκαύτωμα, που ο Παντελής Πρεβελάκης με τραγικότητα περιγράφει στο έργο του «Παντέρμη Κρήτη».
«Θα’ χε περάσει μισή ώρα (γράφει) που λιανίζουνταν μπρος στη σιδερόπορτα και μέσα στην αυλή, απ’ όταν γεννήθηκε κατά την καστρινή πόρτα, μια άξαφνη σιγαλιά.

Τα γυναικόπαιδα που στριγκλίζανε στην μπαρουταποθήκη είχανε βουβαθεί μονομιάς κι είχαν κρεμαστεί από την είδηση του Γιαμπουδάκη. Τόνε τήραξαν που γύρισε προσηλιακά κι’ έκαψε το σταυρό του. Τα σφιγμένα χείλια του δεν παίξανε. Έσυρε από τη μέση του την κουμπούρα και την άναψε μέσα στο λαγούμι.

Η γης ταρακουνήθηκε, και λαύρισεν απάνω στη φωτιά σα ν’ άνοιγεν ο Άδης τον καταποτήρα του. Το ανώγι και η σκέπη σηκωθήκανε στον αέρα σαν αχεροκάλυβο και σωριαστήκανε πάνω σ’ αθώους και αμαρτωλούς. Ο τοίχος πού βλεπε την ανατολή κόπηκε ξυστά από τη γης και πλάγιασε μονόπαντα πάνω στους Μισιρλήδες πού’ χανε ζυγώσει.

Τα βογγητά και τα ουρλιαχτά κατασκεπάσανε το βροντησμό της μάχης. Δεν άργησε ν’ ακουστεί και το δεύτερο λαγούμι πού’ χανε κάτω από το κελί του γούμενου.

Λαγούμι!Λαγούμι! ξεφωνίζανε τρέχοντας οι Τούρκοι και Θαρούσανε πως η γής άνοιγε όπου πατούσανε να τους καταπιεί. Οι φωτιές ξεχύνουνταν ένα γύρο από τα παραθύρια σα ζωντανές. Ο ουρανός είχε χαμηλώσει στα κεφάλια τους, μαύρος και μπουρουκωμένος από τα σύννεφα. Μια κολόνα καπνός μεγάλη σα φουντωμένο πλατάνι ανάβρυζε από τη μπαρουταποθήκη κι’ από τα κελαρικά, κι’ έλεγες θα πάρει μαζί της, ότι έχει απομείνει από το σεισμό….!

Από το σεισμό αυτό που χάθηκαν περίπου 800 ψυχές και μόνο 125 σώθηκαν, γιατί δεν πρόλαβαν να μπούν στην μπαρουταποθήκη, επειδή πολεμούσαν μαζί με το Φρούραρχο Δημόπουλο στα νοτικά κλάουστρα. Και από αυτούς όμως 15 εθελοντές και ο Δημακόπουλος εκτελέστηκαν μες στα Κλάουστρα και οι υπόλοιποι 110 οδηγήθηκαν στα μπουντρούμια των φυλακών του Ρεθέμνους που τους ελευθέρωσαν ύστερα από 10 μήνες.

Για το πρωτόγνωρο αυτό στην ιστορία γεγονός ομαδικής εθελοθυσίας, ο Γάλλος ποιητής Ουγκώ θα γράψει:

«Η ηρωική μονή ή δίκη φρουρίου αγωνισαμένη αποθνήσκει ως ηφαίστειον. Τα Ψαρά δεν είναι επικώτερα. Το Μεσολόγγι δεν ίσταται υψηλότερον.»

Και ο ίδιος, ο πρώτος αυτός ποιητής της Γαλλίας, η άγρυπνη συνείδηση του αιώνα του θα γράψει απευθυνόμενος προς τους ισχυρούς της πολιτισμένης τάχα Ευρώπης, που η σιωπή και η αδιαφορία τους μάτωσε τόσο πολύ την Κρήτη, στον τρίχρονο σκληρό και άνισο αγώνα της. «Τι δε πράττουσι αι κυβερνήσεις σας αι λεγόμεναι πολιτισμέναι; Προσψιθυρίζουσι αλλήλαις εις το ούς. Υπομονή διαπραγματευόμεθα.

Διαπραγματεύεσθε; Καθ’ ην στιγμήν φυλαί ολόκληρα κινδυνεύουν ν’ αποθάνωσιν υπό της πείνης και τους ψύχους εις τα όρη. Βιάζονται οι γυναίκες, καρατομούνται οι άνδρες, κρέμωνται οι γέροντες. Η δε δημόσια γνώμη τι πράττει; Τι λέγει; Ουδέν! Γενικώς η υπομονητική των κυβερνήσεών σας πολιτική συγκεφαλαιούται εις τα εξής δύο:

Εις την άρνησιν της δικαιοσύνης προς την Ελλάδα,

Εις την άρνησιν της ευσπλαχνίας προς την ανθρωπότητα. Και ο Ιωσήφ Γαριβάλδης στις 7 του Δεκέμβρη του 66 έγραφε:

«Λαός έχων επιδείξει φοβερά επεισόδια ως του Αρκαδίου, είναι όντως άξιος να τύχει της εύνοιας των πεφωτισμένων ανδρών. Τοιούτος λαός είναι άξιος να τύχει της ελευθέρας υπάρξεώς του.»

Και ο Αγγλικός τύπος εξαιρεί τον αγώνα των υπερασπιστών του Αρκαδίου, και σημειώνει:

«Οι υπερασπισταί του Αρκαδίου έδειξαν πόσον άγριον και φοβερόν είναι το αρχαίον πνεύμα εν τη αντιστάσει του, προς τους βάρβαρους κατακτητάς».

Κι’ έτσι η φλόγα κι η εθελοθυσία από το σεισμό τ’ Αρκαδιού, έδωσε την αφορμή στον παγκόσμιο τύπο να εξεγερθεί και με συμπάθεια να ταχθεί- υπέρ του αγώνος των Κρητών-

Και η σκληρή ευρωπαϊκή διπλωματία άρχισε να κάμπτεται.

Δικαιώθηκε δε η ψυχή του κάθε κρητικού πού’ χε μείνει απείραχτη από τα χρόνια της σκλαβιάς, κι’ άναψε ολοκαύτωμα το ΑΡΚΑΔΙ, που εξευτέλισε το παντοδύναμο σκοτάδι πού χε επιβάλλει η ανατολίτικη βαρβαρότητα.

Τράνταξε την κοιμισμένη συνείδηση των αδιάφορων, στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Κι έγινε θρύλος που τραγουδήθηκε παντού… ακόμα κι’ εκεί που οι εξουσίες έβλεπαν με «μισό κι’ υστερόβουλο» μάτι τον ξεσηκωμό της Κρήτης.

Τον ξεσηκωμό κείνο που πληρώθηκε με βαρύτατο φόρο αίματος, με χιλιάδες Κρητικούς να χάνουν τη ζωή τους, με τον απάνθρωπο και βάρβαρο τρόπο, και που δικαιώθηκε, έστω και μετά από πολλές δεκαετίες με την πραγμάτωση του ονείρου τους: «Την ένωση της θυγατέρας Κρήτης με τη μητέρα Ελλάδα».

Σεβαστοί μου προσωπικό μου πιστεύω είναι, πως έχουμε χρέος τούτη την ώρα, μια και για τ’ Αρκάδι μιλούμε, που με κάθε λεπτομέρεια και τραγικότητα αναφερθήκαμε στην ολοκαύτωσή του, να τρέξουμε με τη φαντασία μας στους χώρους του ηρωικού κ’ ένδοξου Μοναστηριού στους οποίους διαδραματίστηκαν οι πιο τραγικές σκηνές του δράματος που σημάδεψε την ιστορία της Κρήτης μας, για ν’ αναλογιστούμε και να θαυμάσουμε τη θέληση των ηρώων μαχητών, και την απόφαση της καρδιάς των ενάντια στη λογική.