Ο Πυρπολητής Κωστής Γιαμπουδάκης

«Θάνατο» κράζουν όλοι αιώνια Κρήτη! κι ο Γαβριήλ στο Γιαμπουδάκη γνέφει κι έπειτα τη ματιά στα ουράνια στρέφει: «Ευχαριστώ, Θεέ Δικαιοκρίτη…» Στα ρείπια που φωτά το πρώτο αστέρι Κρήτη και δόξα δίδουνε το χέρι.
Γιώργης Καλομενόπουλος

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

2009-Ομιλία του δασκάλου Κώστα Μυγιάκη στο σύλλογο Χανίων "Αρκάδι"

Στην Εκδήλωση του Συλλόγου Ρεθυμνίων "Το Αρκάδι" Νομού Χανίων Δευτέρα 9 Νοεμβρίου στις 7 μ.μ. στο Πνευματικό Κέντρο των Αγ... thumbnail 1 summary

Στην Εκδήλωση του Συλλόγου Ρεθυμνίων "Το Αρκάδι" Νομού Χανίων

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου στις 7 μ.μ. στο Πνευματικό Κέντρο των Αγίων Κων/νου και Ελένης "Κωνσταντινοπολειάδα" στη Νέα Χώρα.


Της Αγίας Τράπεζας Διάκονοι. Κύριε Αντιδήμαρχε. Κύριε Πρόεδρε.

Κύριοι εκπρόσωποι φορέων και Συλλόγων

Φίλοι Ρεθεμνιώτες των Χανιωτώ και Χανιώτες τω Ρεθεμνιωτώ φίλοι,

Δέος με κατέχει την ώρα τούτη που καλούμε να σας μιλήσω για τη δόξα και το μεγαλείο τ’ Αρκαδίου. Να ψελλίσω εγώ τους θνητούς μου λόγους εκεί όπου φωνάζουν τα αθάνατα λόγια των ηρωικών υπερασπιστών τ’ Αγίου Μοναστηριού εγώ ο ταπεινός και μικρός να μιλήσω, για το ιστορικό μέγεθος τ’ Αρκαδίου και την ολοκαύτωσή του;

Για τ’ Αρκάδι, που’ ναι φωτιά, που φωτιές ανάβει και ψυχές δυναμιτίζει που πρέπει να το πλησιάσεις, με προσοχή και προσευχή, με πίστη, με πάθος και φόβο θεού μα και με ανταγωνιστικότητα και παλικαριά.

Δεν ξέρω αν το μπορέσω, όμως τολμώ αυτό το μεγάλο τόλμημα γιατί τ’ Αρκάδι έχει πυρπολήσει το είναι μου από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου εξ αιτίας της συγγενικής μου σχέσης με τον κατοπινό ηγούμενο τ’ Αρκαδίου συγχωριανό μου, Διονύσιο Ψαρουδάκη, το νέο Γαβριήλ, τον πολέμαρχο κι αγωνιστή πολλών εθνικών αγώνων, τον Παπαφλέσσα της Κρήτης.

Λες Αρκάδι, κι’ ο νους σου πάει σ’ ολόκληρη την Κρήτη και σ’ όλους τους βασανισμένους Κρητικούς που σαν περήφανος λαός δεν το βαστά να ζει παράμερα από την ιστορία. Εναντιώνεται στην αδικία κι ο ηρωισμός κι η περηφάνια του δεν τον αφήνει να τον θάψουν ζωντανό και παίρνει τη μεγάλη κι ιστορική απόφαση στις 21 τ’ Αυγούστου του 66, στη Γενική Επαναστατική Συνέλευση στ’ Ασκύφου τω Σφακιώ, να ξαναπιάσει η Κρήτη το τουφέκι, ύστερα από την επανάσταση του 1858, και ν’ αγωνιστεί τώρα με το σύνθημα «Ένωση ή Θάνατος».

Κι’ αυτό το σύνθημα που ήταν όνειρο, πόθος κι ελπίδα τους διαπερνά το νου και την ψυχή τους, την καρδιά κι ολόκληρο το είναι τους, και γίνεται προσκλητήριο «ζωής ή θανάτου» για τον κάθε κρητικό. Γίνεται τάμα του σηκωμού, λες κι ο καθένας τους χωριστά, κι όλοι μαζί είχαν ακουστά τα λόγια του δασκάλου του κοντού και χλωμού, που τον καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη, απαντά με κείνα τα υπέροχα πατριωτικά λόγια, στο γερό Καμπαναριό, πού χε τάχα φρόνηση και λογική, πιότερη από των άλλων καπεταναίων.

«Μα πότε γέρο καμπανάρο γίνηκε ένα μεγάλο πράμα στον κόσμο με σιγουράδα; Πότε η φρονιμάδα ξεσήκωνε τους ανθρώπους να παρατήσουν τα σπίτια τους και το χουζούρι τους, και να πιάσουν τα βουνά, να ζητούν ελευτεριά;

Μα αυτό θα πει παλικαριά:

Να κινάς και να μην είσαι σίγουρος. Δεν είναι έμπορος, Καπετάν Καμπανάρο η ψυχή του Κρητικού, είναι πολεμιστής. Πολεμιστές είμαστε οι κρητικοί και όχι πραματευτάδες.

Ένα μπουρλότο είναι η καρδιά του Κρητικού, και χιμάει και τρακάρει με την αρμάδα του Σουλτάνου, και την τινάζει στον αέρα. Η ψυχή του Κρητικού κρατάει σπαθί και όχι ζυγαριά: Εμπρός λοιπόν στ’ όνομα του θεού, στ’ άρματα αδέλφια.

Μ’ αυτό έκαψαν κι οι Κρητικοί το 66. Άρπαξαν τ’ άρματα για τρείς ολόκληρους φαρμακωμένους χρόνους, από το 66 ως και το 69. Και μάτωσε πολύ τότες η Κρήτη, γιατ’ ήταν μόνη και αβοήθητη, σ’ αυτόν τον άνισο και σκληρό αγώνα.

Η μάνα Ελλάδα ποθεί και θέλει να βοηθήσει την αγωνιζόμενη μέχρι θανάτου θυγατέρα της, μα δεν έχει τη δύναμη. Στέλνει στην Κρήτη λίγα εφόδια και καμπόσους εθελοντές, αλλά καμώνεται πως βρίσκεται έξω από τον καυγά.

Η μόνη βοήθεια που δίνει στο φανερό, είναι να ψωμοταϊζει την προσφυγιά, γυναικόπαιδα της Κρήτης, στον Πειραιά και στην Αθήνα, στο Ναύπλιο και τη Σύρο, προσφέροντας τους, το πικρό ψωμί της ξενιτιάς, την ώρα που οι άντρες τους σφαγιάζονται στο αγαπημένο τους νησί.

Αυτή είναι η εικόνα της Κρήτης τους πρώτους μήνες του σηκωμού του 66.

Και φτάνει ο Νοέμβρης!.....Κι’ η ιστορία θέλησε και πάλι στ’ Αρκάδι να δοκιμάσει άλλη μια φορά το τραγικό μεγαλείο του Έλληνα _ του Κρητικού αγωνιστή μπροστά στο θάνατο, και να φανερώσει στον κόσμο μας με ηρωικές σκηνές την αντρειοσύνη του Κρητικού. Κι’ έτσι τ’ Αρκάδι τρομακτικό σε μέγεθος και τραγικό στην ουσία του, ξεπέρασε τα όρια του χώρου και του χρόνου. Υψώθηκε πανανθρώπινο σύμβολο αγώνα και εθελοθυσίας, τιμής και αξιοπρέπειας, ελευθερίας και εθνικής ανεξαρτησίας, σύμβολο ανθρώπινης καταξίωσης, και με φωτοστέφανο πέρασε να ζει στην αιωνιότητα.

Κι’ η επανάσταση αυτή που δόξασε τ’ Αρκάδι, και που άναψε σ’ όλη την Κρήτη και στέριωσε παντού, γιατ’ ήταν αδύνατο να σταθεί στην πατρίδα του Ετεάρχου και του Μίνωα ένας αφέντης βαρβαρόφωνος.

Και στέριωσε για καλά, χάρις στους ποταμούς αίματος που έχυσε, στον τρίχρονο αγώνα, παρά την εχθρική ή αδιάφορη και δόλια συμπεριφορά της Ευρώπης.
Κι’ ο αγώνας αυτός ο μυθικός σε ξεδιπλώματα ηρωικής ανδραγαθίας, ο πυρακτωμένος από τη φλόγα του πιο αρρενωπού πνεύματος εθελοθυσίας, είναι ο καρπός μιας αδιάσπαστης ψυχικής κατεργασίας που συντελέστηκε στα άδυτα της εθνικής συνείδησης των Κρητών.

Και δεν μπορεί να είναι κατόρθωμα ραγιάδων, αλλά το συνταρακτικό άστραμμα της ορμής ανθρώπων που σκέφτονται λεύτερα. Και ακριβώς η ορμή αυτή τους παρέσυρε σε λίγο στο πανηγύρι της φωτιάς τ’ Αρκαδίου, που βροντοφωνεί στην οικουμένη.

Εμένα με λέν Αρκάδι! Δεν παραδίδομαι!

Τ’ Αρκάδια δεν πέφτουν και δεν προσκυνούν. Και πράγματι οι ολίγοι στ’ Αρκάδι, που τιμούμε σήμερα, δεν προσκύνησαν, αποφάσισαν να πεθάνουν, γιατί διάλεξαν λεύτερα τη θυσία τους. Τους κοσμούσε η προαιώνια αρετή του Κρητικού λαού, που θέλει καταξιωμένη στην ανθρώπινη ζωή «μονάχα στη λευτεριά».

Όλοι τους είχαν νοιώσει το πυρωμένο ρίγος τους λαού μας στα σπλάχνα τους, περπατούσε στις φλέβες τους το αίμα της ρωμιοσύνης, και κτύπησε την πόρτα της καρδιάς τους η κουζουλάδα του πολέμου.

Μα όλοι εσείς, όλοι εμείς, ταιριάζει κι’ επιβάλλεται, όταν έρχεται η άγια τούτη μέρα της ολοκαύτωσης, να πηγαίνουμε τις ψυχές μας στα ψηλαλώνια του στοχασμού, και να αναθυμούμαστε τα τραγικά γεγονότα, που για φέτος έχουν περάσει 143 χρόνοι, από τότε που τον ιερό χώρο τ’ άγιου μοναστηριού σημάδεψε μια ηφαιστειακή, μια κοσμογονική έκρηξη, που ξεχύνεται επάνω του, μ’ ένα πύρινο φέγγος, ένα φώς θείας μεταμόρφωσης, που γίνε αφορμή να λάμψει το Αρκάδι, με ένα ουρανόφεγγο ολοκαύτωμα, που ο Παντελής Πρεβελάκης με τραγικότητα περιγράφει στο έργο του «Παντέρμη Κρήτη».
«Θα’ χε περάσει μισή ώρα (γράφει) που λιανίζουνταν μπρος στη σιδερόπορτα και μέσα στην αυλή, απ’ όταν γεννήθηκε κατά την καστρινή πόρτα, μια άξαφνη σιγαλιά.

Τα γυναικόπαιδα που στριγκλίζανε στην μπαρουταποθήκη είχανε βουβαθεί μονομιάς κι είχαν κρεμαστεί από την είδηση του Γιαμπουδάκη. Τόνε τήραξαν που γύρισε προσηλιακά κι’ έκαψε το σταυρό του. Τα σφιγμένα χείλια του δεν παίξανε. Έσυρε από τη μέση του την κουμπούρα και την άναψε μέσα στο λαγούμι.

Η γης ταρακουνήθηκε, και λαύρισεν απάνω στη φωτιά σα ν’ άνοιγεν ο Άδης τον καταποτήρα του. Το ανώγι και η σκέπη σηκωθήκανε στον αέρα σαν αχεροκάλυβο και σωριαστήκανε πάνω σ’ αθώους και αμαρτωλούς. Ο τοίχος πού βλεπε την ανατολή κόπηκε ξυστά από τη γης και πλάγιασε μονόπαντα πάνω στους Μισιρλήδες πού’ χανε ζυγώσει.

Τα βογγητά και τα ουρλιαχτά κατασκεπάσανε το βροντησμό της μάχης. Δεν άργησε ν’ ακουστεί και το δεύτερο λαγούμι πού’ χανε κάτω από το κελί του γούμενου.

Λαγούμι!Λαγούμι! ξεφωνίζανε τρέχοντας οι Τούρκοι και Θαρούσανε πως η γής άνοιγε όπου πατούσανε να τους καταπιεί. Οι φωτιές ξεχύνουνταν ένα γύρο από τα παραθύρια σα ζωντανές. Ο ουρανός είχε χαμηλώσει στα κεφάλια τους, μαύρος και μπουρουκωμένος από τα σύννεφα. Μια κολόνα καπνός μεγάλη σα φουντωμένο πλατάνι ανάβρυζε από τη μπαρουταποθήκη κι’ από τα κελαρικά, κι’ έλεγες θα πάρει μαζί της, ότι έχει απομείνει από το σεισμό….!

Από το σεισμό αυτό που χάθηκαν περίπου 800 ψυχές και μόνο 125 σώθηκαν, γιατί δεν πρόλαβαν να μπούν στην μπαρουταποθήκη, επειδή πολεμούσαν μαζί με το Φρούραρχο Δημόπουλο στα νοτικά κλάουστρα. Και από αυτούς όμως 15 εθελοντές και ο Δημακόπουλος εκτελέστηκαν μες στα Κλάουστρα και οι υπόλοιποι 110 οδηγήθηκαν στα μπουντρούμια των φυλακών του Ρεθέμνους που τους ελευθέρωσαν ύστερα από 10 μήνες.

Για το πρωτόγνωρο αυτό στην ιστορία γεγονός ομαδικής εθελοθυσίας, ο Γάλλος ποιητής Ουγκώ θα γράψει:

«Η ηρωική μονή ή δίκη φρουρίου αγωνισαμένη αποθνήσκει ως ηφαίστειον. Τα Ψαρά δεν είναι επικώτερα. Το Μεσολόγγι δεν ίσταται υψηλότερον.»

Και ο ίδιος, ο πρώτος αυτός ποιητής της Γαλλίας, η άγρυπνη συνείδηση του αιώνα του θα γράψει απευθυνόμενος προς τους ισχυρούς της πολιτισμένης τάχα Ευρώπης, που η σιωπή και η αδιαφορία τους μάτωσε τόσο πολύ την Κρήτη, στον τρίχρονο σκληρό και άνισο αγώνα της. «Τι δε πράττουσι αι κυβερνήσεις σας αι λεγόμεναι πολιτισμέναι; Προσψιθυρίζουσι αλλήλαις εις το ούς. Υπομονή διαπραγματευόμεθα.

Διαπραγματεύεσθε; Καθ’ ην στιγμήν φυλαί ολόκληρα κινδυνεύουν ν’ αποθάνωσιν υπό της πείνης και τους ψύχους εις τα όρη. Βιάζονται οι γυναίκες, καρατομούνται οι άνδρες, κρέμωνται οι γέροντες. Η δε δημόσια γνώμη τι πράττει; Τι λέγει; Ουδέν! Γενικώς η υπομονητική των κυβερνήσεών σας πολιτική συγκεφαλαιούται εις τα εξής δύο:

Εις την άρνησιν της δικαιοσύνης προς την Ελλάδα,

Εις την άρνησιν της ευσπλαχνίας προς την ανθρωπότητα. Και ο Ιωσήφ Γαριβάλδης στις 7 του Δεκέμβρη του 66 έγραφε:

«Λαός έχων επιδείξει φοβερά επεισόδια ως του Αρκαδίου, είναι όντως άξιος να τύχει της εύνοιας των πεφωτισμένων ανδρών. Τοιούτος λαός είναι άξιος να τύχει της ελευθέρας υπάρξεώς του.»

Και ο Αγγλικός τύπος εξαιρεί τον αγώνα των υπερασπιστών του Αρκαδίου, και σημειώνει:

«Οι υπερασπισταί του Αρκαδίου έδειξαν πόσον άγριον και φοβερόν είναι το αρχαίον πνεύμα εν τη αντιστάσει του, προς τους βάρβαρους κατακτητάς».

Κι’ έτσι η φλόγα κι η εθελοθυσία από το σεισμό τ’ Αρκαδιού, έδωσε την αφορμή στον παγκόσμιο τύπο να εξεγερθεί και με συμπάθεια να ταχθεί- υπέρ του αγώνος των Κρητών-

Και η σκληρή ευρωπαϊκή διπλωματία άρχισε να κάμπτεται.

Δικαιώθηκε δε η ψυχή του κάθε κρητικού πού’ χε μείνει απείραχτη από τα χρόνια της σκλαβιάς, κι’ άναψε ολοκαύτωμα το ΑΡΚΑΔΙ, που εξευτέλισε το παντοδύναμο σκοτάδι πού χε επιβάλλει η ανατολίτικη βαρβαρότητα.

Τράνταξε την κοιμισμένη συνείδηση των αδιάφορων, στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Κι έγινε θρύλος που τραγουδήθηκε παντού… ακόμα κι’ εκεί που οι εξουσίες έβλεπαν με «μισό κι’ υστερόβουλο» μάτι τον ξεσηκωμό της Κρήτης.

Τον ξεσηκωμό κείνο που πληρώθηκε με βαρύτατο φόρο αίματος, με χιλιάδες Κρητικούς να χάνουν τη ζωή τους, με τον απάνθρωπο και βάρβαρο τρόπο, και που δικαιώθηκε, έστω και μετά από πολλές δεκαετίες με την πραγμάτωση του ονείρου τους: «Την ένωση της θυγατέρας Κρήτης με τη μητέρα Ελλάδα».

Σεβαστοί μου προσωπικό μου πιστεύω είναι, πως έχουμε χρέος τούτη την ώρα, μια και για τ’ Αρκάδι μιλούμε, που με κάθε λεπτομέρεια και τραγικότητα αναφερθήκαμε στην ολοκαύτωσή του, να τρέξουμε με τη φαντασία μας στους χώρους του ηρωικού κ’ ένδοξου Μοναστηριού στους οποίους διαδραματίστηκαν οι πιο τραγικές σκηνές του δράματος που σημάδεψε την ιστορία της Κρήτης μας, για ν’ αναλογιστούμε και να θαυμάσουμε τη θέληση των ηρώων μαχητών, και την απόφαση της καρδιάς των ενάντια στη λογική.