Ο Πυρπολητής Κωστής Γιαμπουδάκης

«Θάνατο» κράζουν όλοι αιώνια Κρήτη! κι ο Γαβριήλ στο Γιαμπουδάκη γνέφει κι έπειτα τη ματιά στα ουράνια στρέφει: «Ευχαριστώ, Θεέ Δικαιοκρίτη…» Στα ρείπια που φωτά το πρώτο αστέρι Κρήτη και δόξα δίδουνε το χέρι.
Γιώργης Καλομενόπουλος

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

2016 -Το χρονικό του Ολοκαυτώματος του Αρκαδίου- Έφης Μπουκουβάλα- Κλώντζα

« Βράχε θυσίας ιερέ, στα σκόρπια απομεινάρια ακόμη δεν ξεθώριασαν του αίματος τ' αχνάρια κάποιων κορμιών, που η ψυχή ελεύθερα τιν... thumbnail 1 summary
«Βράχε θυσίας ιερέ, στα σκόρπια απομεινάρια
ακόμη δεν ξεθώριασαν του αίματος τ' αχνάρια
κάποιων κορμιών, που η ψυχή ελεύθερα τινάχθη
στον ουρανό ξεφεύγοντας απ' της σκλαβιάς το άχτι

«... Το Αρκάδι είναι ένα παλιό μοναστήρι αφιερωμένο στο Σωτήρα Χριστό και στους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, χτισμένο στα πόδια του Ψηλορείτη, κοντά σ' ένα φαράγγι που βγάνει στο Κρητικό πέλαγο… Στο Αρκάδι σμίγουν οι στράτες που πάνε στο Ρέθεμνος, στο Αμάρι και στο Μυλοπόταμο...Η φύση είναι γύρω του τραχιά, χωρίς να 'ναι άγρια, ο αγέρας βουνίσιος και μυρισμένος..... Κ' έχεις απίκου από πάνω σου τον Ψηλορείτη, γδυμνό και φοβερό σα σπάθα....».
Από τις πρώτες μέρες του μεγάλου Σηκωμού, άνοιξη του 1866, το ιστορικό μοναστήρι αναδεικνύεται σε κέντρο επαναστατικό:
 «…οι άντρες από τις τέσσερις επαρχίες του Ρεθέμνου συναχτήκανε στο Αρκάδι… Ο συναγμένος λαός άκουσε το Χατζημιχάλη το Γιάνναρη, που 'χεν έρθει σταλμένος από τη Γενική Σύναξη και διάλεξε δεκαεφτά πληρεξούσιους για την Επαναστατική Επιτροπή του Ρεθύμνου».
«Κεφάλι της Επιτροπής ορίσανε το Γούμενο το Χατζη-Γαβριήλ Μαρινάκη, ο οποίος ήταν η «ψυχή του λαού μες στο μοναστήρι…. Μελαχρινός στην όψη, σγουροπλατυγένης και με μάτια μεγάλα σαν του καματερού, που μαυροκαίγανε μέσα στις φωλιές τους. Η φωνή του βροντούσε στις σύναξες, αμή κελαϊδούσε τόσο γλυκά μπρος στο ψαλτήρι, που η εκκλησιά αναγάλλιαζε να τον ακούει. Δεν είχε πατημένα τα σαράντα, και το δυνατό του κορμί, ας είτανε τυλιμένο στα ράσα, το μολογούσε το κάθε του σάλεμα. Η ψυχή του δεν ήξερε τι θα πει φόβος…».
Ο πασάς του Ρεθύμνου παραγγέλνει επανειλημμένα στον ηγούμενο να διώξει την Επαναστατική Επιτροπή από το μοναστήρι, προειδοποιώντας τον απειλητικά ότι αλλιώς θα το « δει καμένο, ανασκαμμένο ως τα θεμέλια.». Ο Γαβριήλ και οι αγωνιστές, γνήσιοι απόγονοι των πολεμάρχων της Κρήτης, αρνούνται, περιφρονώντας τον καταχτητή.
24 Σεπτεμβρίου 1866: Τα μέλη της Επαναστατικής Επιτροπής, καθώς και τα εν τω μεταξύ συγκεντρωμένα στο μοναστήρι από τα γυροχώρια γυναικόπαιδα, ενισχύονται στον αγώνα τους με την άφιξη εθελοντών, υπό τον συνταγματάρχη Πυροβολικού Πάνο Κορωναίο και τον ανθυπολοχαγό πεζικού Ιωάννη Δημακόπουλο.
7 Νοεμβρίου 1866: Μέσα στο μοναστήρι βρίσκονται 964 ψυχές, 325 άνδρες, 259 από τους οποίους ένοπλοι, και τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα. Ο Μουσταφά πασάς ξεκινά από το Ρέθυμνο με 15.000 τακτικό στρατό και 30 κανόνια. Το πρωί της 8ης Νοεμβρίου, οι Τούρκικες ορδές βρίσκονται μπρος στο μοναστήρι.
«Το κακό μαντάτο πρόκαμε το γούμενο στη λειτουργιά.. Είτανε 8 του Νοέμβρη, Τρίτη χαραμέρι, και γιορτάζανε τους Ταξιάρχηδες. Μέσα στην εκκλησιά, το αφτί τους πήρε μερικές κουκιστές ντουφεκιές και τρουμπέτες που λαλούσανε μακριά. Δεν άργησε ν' ακουστούνε κ' οι βίγλες: « Στ' άρματα! Στ' άρματα!» Τρέξανε πάνω στα δώματα κ' είδαν ένα γύρο τους λόφους σκουληκιασμένους. Θα 'τανε δώδεκα ως δεκαπέντε χιλιάδες το τουρκομάνι. Ο γούμενος σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό, μουρμούρισε μερικά λόγια κ' έκαμε το σταυρό του. « Παιδιά μου,… αδελφοί μου, γλυκύτερος και δικαιότερος θάνατος δε γίνεται από το να πεθάνεις για Πίστη και Πατρίδα.. Το ιερό Βαγγέλιο μας διδάσκει πως θάνατος δεν υπάρχει, παρά μετάβαση στους ουρανούς. Ας πολεμήσουμε το λοιπόν παληκαρίσια, να πάμε με ακριμάτιστη καρδιά μπρος τον Δικαιοκρίτη. Ζη Κύριος και ζη η ψυχή μου!...Οι άντρες πιάσανε μετερίζια, παρέες-παρέες στ' ανώγια, στο γουμενικό, στις Πόρτες. Είχανε χτίσει τα παραθύρια, και βλέπαν έξω μόνο από τις ντουφεκότρυπες που 'χαν αφησμένες».
Ο πασάς καλεί τους κλεισμένους να παραδοθούν. Η απόκριση ομόθυμη, κραυγαλέα, διά στόματος του ηγούμενου:
«- Μα την κοινωνιά μου, εδώ θα το βροντήσουμε όσο να λιώσουμε!
Ο Κωστής Δασκαλάκης ισάρισε την ελληνική σημαία απάνω σ' ένα κοντάρι και το 'δεσε σ' ένα στύλο του λιακωτού. Πάνω από τη Ρεθεμνιώτικη Πόρτα κυματούσε το λάβαρο της Μονής, με τη Μεταμόρφωση του Σωτήρα στορισμένη στο πανί του. Οι Τούρκοι μαζώξανε τις φωτιές τους πάνω στις δυο σημαίες, μα ρίχνανε ακόμα απ' αλάργα και τα μολύβια δεν τις πετυχαίναν».
Το Ιερό λάβαρο της Μονής κυματίζει περήφανα μαζί με τη Γαλανόλευκη . Οι Τούρκοι μαζί με τα κανόνια τους χτυπούν αδιάκοπα τη δυτική πόρτα. Το πολύπρακτο δράμα του Αρκαδίου έχει αρχίσει…. Οι γυναίκες που ήταν μέσα στο Μοναστήρι συμμετέχουν ενεργά στον αγώνα, προσφέροντας ανεκτίμητες υπηρεσίες.
«Διακόσιοι πενήντα εννιά Κρήτες επολεμούσαν
γέροι, γυναίκες και παιδιά φυσέκια κουβαλούσαν.....».
Οι πολιορκημένοι δεν αστοχούν με τα βόλια τους, έτσι οι Τούρκοι δεν μπαίνουν στο Αρκάδι την πρώτη μέρα του μπλόκου, ενώ η σκληρή, πεισμωμένη μάχη συνεχίζεται ολημερίς με πολλούς Τούρκους νεκρούς.
«Οι μοναστηρίτες τους βαρούσαν ασφαλισμένοι πίσω από τα ντουβάρια, κ' οι μπάλες τους δε σφαίλνανε…. Από τις γυναίκες, όποιες δεν είχανε βυζανιάρικα τρέχανε γύρω -γύρω στον πόλεμο, άλλες με στάμνες νερό, άλλες με τις ποδιές τους γεμάτες φουσέκια, και προφταίνανε τους άντρες. Η Δασκαλάκαινα τα μοίραζε μες από 'να κόσκινο, κι όπου έβλεπε βρασμένο ντουφέκι το 'παιρνε μες στα χέρια της και το 'τριβε με τα λεμονόφυλλα. Από κει πετιότανε στη σημαία του γιου της, που οι μπάλες της κόβαν ολοένα το κοντάρι και χρειαζότανε μιαν ανέφοβη καρδιά να το στυλώνει…».
Έπεσε η νύχτα και ο βροντισμός των όπλων κατέπεσε, χωρίς όμως να σκολάσει
«Μέσα στο μοναστήρι, το σκοτάδι συχωρούσε να θάψουνε τους οχτώ ή εννιά σκοτωμένους που 'χανε την πρώτη μέρα. Τους ψάλανε μάνι- μάνι τα νεκρώσιμα στην εκκλησιά, και κρατούσανε μακριά τις γυναίκες και τα παιδιά τους να μην ακουστούνε τ' ανακαλητά τους κι αποκαρδίσει ο κόσμος…».
 Νιώθοντας τον κλοιό να περισφίγγειοι μοναστηρίτες γράφουνε εναγωνίως του Κορωναίου - που είχε εν τω μεταξύ κατευθυνθεί στο Αμάρι προς αναζήτηση ενισχύσεων - να σπεύσει να τους συνδράμει:
 «Γενναιότατε Αρχηγέ Πάνο Κορωναίε, προφθάσατε μίαν ώραν ταχύτερον διότι μας έκλεισε και τακτικός και άτακτος στρατός πολύς. Εν τη Ιερά Μονή Αρκαδίου την 8ην Νοεμβρίου 1866. Καθηγούμενος Γαβριήλ., Ι. Δημακόπουλος, Εν βία μεγίστη».
Ο Κορωναίος αποκρίνεται διά στόματος στους απεσταλμένους ταχυδρόμους:
«Βρισκόμαστε σε μεγάλη ζάλη πώς να βοηθήσουμε. Θα κάμουμε ό, τι περνά από το χέρι μας. Μα επειδή δεν έχουμε τίποτα σίγουρο, πράξετε ό, τι σας ορμηνεύει η παληκαριά σας. Τα παραπέρα είναι του Θεού...».
Ολονυχτίς αραιές ριπές βαρούσαν το μοναστήριΣτη λειτουργία του Όρθρου, οι «ελεύθεροι πολιορκημένοι» αλληλοσυχωρούνται και μεταλαβαίνουν για στερνή φορά:
«Ο γούμενος ήξερε καλά τι τους έφερνε η μέρα που φωτοχάραζε….. βγήκε στην αγιαπύλη με το δισκοπότηρο σηκωμένο στο κούτελο…. Γένηκε τότες ένα πράμα που μήδε η γλώσσα μήδε το χαρτί το σηκώνουν. Ο ένας έπαιρνε τ' αλλονού συχώρεση και σίμωνε και τονε μεταλάβαινε ο γούμενος. Σα να γεννιότανε σ' άλλον κόσμο! Η φωτιά που' βανε μέσα του ένιωθε να του καθαρίζει την ψυχή, να τονε κάνει άχολο σαν το περιστέρι…. Ας είτανε θεριά στην όψη, μαύροι από μπαρούτι και μ' αναμμένα μάτια από την αγρυπνιά∙ σμίγαν αγκαλιαστά και σταυροφιλιούντανε, γιατί αποχαιρετούσε ο καθένας τ' αδέλφια του, ωσότου ξανανταμώσουνε στους κόλπους του Παντοδύναμου…».
Ο Χατζη-Γαβριήλ μπροστά στην άγια πύλη δίνει καρδιά στον κόσμο:
«… η όψη του φεγγοβολούσε σα να 'χε το μυρτοστέφανο στο κεφάλι του: «Αδελφοί! Ο άνθρωπος άνθος εν τη γη και χόρτος αι ημέραι αυτού! Ασύστατη είναι η εγκόσμια μοίρα του, σα νέφαλο που το σκορπίζει ο άνεμος. Πού πορεύεται; Κατά πού αρμενίζει το καράβι του, αν δεν είναι για την αγκάλη του Κυρίου; Ο ήλιος εκεί δε βασιλεύει, θάνατος εκεί δεν υπάρχει! Για την αιωνιότητα που περιμένει τον άνθρωπο, τι είναι η ζωή του να τη θυσιάσει, η ζωή που τη χρωστάει στον Πλάστη του; Αδελφοί! Ας πολεμήσουμε για την πίστη μας! Ας πολεμήσουμε για την Πατρίδα! Ο δίκαιος θάνατος θα μας φέρει στους ουρανούς!» Οι άντρες ακούγανε τα λόγια του και νιώθανε το κορμί τους σαν του πουλιού που στέκει στο νύχι να πετάξει. Μέσα στην ψυχή τους είχεν αστράψει εν' άξαφνο φως, κ' είχανε δει τη ζωή τους σαν ένα κομμάτι πηλό, σαν μια πλίθα ψημένη στον ήλιο, που τη ζυγιάζει στη φούχτα του ο Χτίστης προτού την αρμόσει στο χτίρι του. Γενεές έρχουνται, γενεές παρέρχουνται! Ο σκούληκας ο ακοίμητος δουλεύει μέσα στα χώματα. Αμή το σκέδιο του Θεού, ο μεγάλος σκοπός, που ο άνθρωπος τόνε ψυχανεμίζεται χωρίς να τόνε γνωρίζει, μαζώνει τον πηλό και τις πέτρες και τα μονοιάζει… Κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος! ψάλλει η ψυχή τους. Κατεπόθη ο θάνατος! βογγάει η εκκλησιά που τη βαρεί το κανόνι. Ο αχητός του πολέμου φουσκώνει σα μεγαλυνάρι!».
Παρά την εμψύχωση, η θέση των πολιορκημένων ολοένα και δυσχεραίνεται, καθώς οι Τούρκοι ενισχύονται με δυο βαριά κανόνια που μεταφέρουν από το Ρέθυμνο. Ξημερώνει η 9η Νοεμβρίου. Η μάχη αρχίζει με πολλή λύσσα.
«Η μπουμπάρδα είχε πάρει να κοπανά τη σιδερόπορτα.. Οι γυναίκες σωριάζανε πίσω από τα φύλλα της κοτρώνες, κασέλες, αργαλειούς, να τη βαστάξουν. Από μερικές πολεμίστρες ντουφεκούσανε μονάχα με το μπαρούτι, γιατί τους είχανε σωθεί τα μολύβια. Οι Τούρκοι τους χαμπαρίσανε και ζυγώνανε στα φανερά ως το ριζοτοίχι, χουγιάζοντας, βρυχομανίζοντας σα λιοντάρια.»
Οι αγωνιζόμενοι ανοίγουνε δυο λαγούμια. Ομόψυχη θυσίας απόφαση: φωτιά και μπαρούτι και Θάνατος.
«Οι κλεισμένοι, μικροί-μεγάλοι, ξέρανε πια το θάνατό τους. Είχαν ανοίξει ένα λαγούμι στην Καστρινή Πόρτα, μες στην παλιά κρασαποθήκη που την είχανε καμωμένη μπαρουτχανέ, κ' ένα δεύτερο στο γουμενικό. Ο Χατζη- Γαβριήλ γύριζε τα μέρη όπου λουφάζανε τα γυναικόπαιδα και τα παρακινούσε να πάνε να καούνε όταν θα πατούσε ο άπιστος το μοναστήρι. Πολλές μανάδες με τα παιδιά τους έτρεχαν εκεί θεληματικώς. …Στο ξεμεσημέριασμα που 'δειχνε πως όπου να 'ναι γκρεμίζεται η σιδερόπορτα ακούστηκε κ' φωνή του Κωνσταντή του Γιαμπουδάκη από το Άδελε: «Όποιος αγαπά την τιμή του να 'ρθει να καούμε μαζί!»… Ήταν ένας λεβένταρος, δυνατός σαν καπλάνι… Τα γυναικόπαιδα στρέγανε κάλλιο το θάνατο παρά την ξετίμηση… Ακόμη και τα παιδιά μοιάζανε να ξέρουνε τι τα περιμένει και σωπαίνανε ζαρωμένα κοντά στις μανάδες τους. Όλοι εκείνοι οι μάρτυρες είχανε την ίδια ψυχή μες στα στήθη τους και στημόνια, όχι να τιναχτούνε μια κ' όξω στον αέρα, παρά να καίγεται ο καθένας τους στη φωτιά όσες είταν οι μέρες του…».
Τα κανόνια τραντάζουν συθέμελα το Μοναστήρι και σφυροκοπούν την δυτική πόρτα ασταμάτητα, μέχρι που υποχωρεί και γκρεμίζεται.
«Η μπουμπάρδα γκρέμισε τον ένα παραστάτη της Ρεθεμνιώτικης Πόρτας. Έριξε κάτω και τον άλλο. Τα σιδερόφυλλα βογγήξανε ριζόκορφα και μπατάρισαν πάνω στα δυναμάρια που 'χανε σωριασμένα πίσω τους…. Το απομεσήμερο οι τρουμπέτες του Τούρκου βαρέσανε γιουρούσι…»
«Γιουρούσι κάνει η Τουρκιά
απάνω στα τειχιά του
και μεταθέτουν τα θρονιά
κι ανοίγουν τα κελιά του ...».
Οι πολιορκημένοι αναχαιτίζουν δύο απανωτές ορμητικές επιθέσεις, αλλά η σθεναρή αντίστασή τους δεν μπορεί να αντισταθμίσει την ασύγκριτη αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου και την αποκαρδιωτική έλλειψη πολεμοφοδίων.
«Τα παληκάρια γυρεύανε φουσέκια. Πού φουσέκια! Η Δασκαλάκαινα έψαχνε τους σκοτωμένους, έριχνε μέσα στην ποδιά της όσα πετύχαινε και τα μοίραζε. Το νιζάμι ξαναχυτάρισε. Μερικοί καταφέρανε να χωθούν ως μέσα στην αυλή. Ο φαρδής τόπος εκατάπινε τις δυο φυλές που σμίγανε σε φρικτή σφαγή».
Οι Τούρκοι ορμούν στον περίβολο της εκκλησίας. Αρχίζει η μεγάλη σφαγή.
«Ο ήλιος είτανε χαμηλά όταν ακούστηκαν οι τρουμπέτες συγκρατηχτά,, που βαρούσανε το τρίτο γιουρούσι. Το λάλημά τους έφταξε ίσαμε πέρα, όξω από το μοναστήρι, που βρίσκουνταν οι Μυλοποταμίτες κ' οι Αμαριανοί. Η πνοή τους πιάστηκε. Οι ντουφεκιές εκαταπέσανε μεμιάς, γιατί ο τράκος δεν έδινε καιρό σε κανένα να ξαναγιομίσει. Οι λίγοι Χριστιανοί που βρεθήκανε στην αυλή πηδήσανε μες στο σωρό πού 'χε μπουκάρει, κόβαν όσους προκάνανε και σφαγιάζουνταν με τα σπαθιά στα χέρια..Ο περίαυλος έβραζε σα λεβέτι … Μέσα σ' εκείνο το ανάστα, ανάφανε μια στιγμή κι ο Χατζη- Γαβριήλ. Τον είδανε να χύνεται σα νυχτοκόρακας από τη σκάλα που 'βγανε στο κελί του, με το γιαταγάνι στο χέρι. Η όψη του είταν αγνώριστη από την καπνιά, τα ράσα του ξεσκισμένα.. «Λυτρωθήκανε τόσες ψυχές κ' εγώ ζω ακόμα!», έσυρε φωνή σαν παράπονο, κ' έτρεχε κατά το μέρος που πήρε το μάτι του τη Δασκαλάκαινα να σκύφτει σ' ένα λαβωμένο. Έκοψε από το λαιμό του το γκόλφι του, το φίλησε και της το παράδωκε. Και χάθηκε μέσα στην αναταραχή…»
 Βραδιάζει και τα περισσότερα γυναικόπαιδα είναι συγκεντρωμένα στη Μπαρουταποθήκη. Ο Κωνσταντίνος Δημ. Γιαμπουδάκης, πανέτοιμος περιμένει το σήμα, την ευλογία του Ηγούμενου.
Τότε φωνιάζει ο Γιαμπουδής:
«Ηγούμενε ευλόγα!»
κι είπε «Θεός ευλογητός»
και άναψεν η φλόγα».
Ο μάρτυρας της λευτεριάς βάνει φωτιά στο λαγούμι:
«…γίνηκε κατά την Καστρινή Πόρτα μιαν έξαφνη σιγαλιά, σα να σταμάτησε καμιά φτερωτή. Τα γυναικόπαιδα που στριγκλίζανε στην μπαρουταποθήκη είχανε βουβαθεί μονομιάς και κρεμαστεί από την ειδή του Γιαμπουδάκη. Τονε τηράζαν που γύρισε προσηλιακά κ' έκαμε το σταυρό του. Τα σφιμένα χείλια του δεν παίξανε. Έσυρε από τη μέση του την κουμπούρα και την άναψε μέσα στο λαγούμι. Η γης ταρακουνήθηκε και λαύρισεν απάνω η φωτιά σα ν' άνοιξεν ο Άδης τον καταποτήρα του. Το ανώγι κ' η σκεπή σηκωθήκανε στον αέρα σαν αχεροκάλυβο και σωριαστήκανε πάνω σ' αθώους κι αμαρτωλούς… Τα βογγητά και τα ουρλιάσματα σκεπάσανε το βροντισμό της μάχης. Δεν άργησε ν' ακουστεί και το δεύτερο λαγούμι, στην μπαρουταποθήκη που 'χανε κάτω από το κελί του γουμένου… Λαγούμι! Λαγούμι! Ξεφωνίζανε τρέχοντας οι Τούρκοι και θαρρούσανε πως η γης άνοιγε όπου πατούσανε να τους καταπιεί. Οι φωτιές ξεχύνουνταν ένα γύρο από τα παραθύρια σα ζωντανές. Ο ουρανός είχε χαμηλώσει στα κεφάλια τους, μαύρος και μπουκωμένος από τα σύννεφα. Μια κολόνα καπνός, μεγάλη σα φουντωμένο πλατάνι, ανάβρυζε από την μπαρουταποθήκη κι από τα κελαρικά κ' έλεγες θα πάρει μαζί της ό,τι είχε απομείνει από το σεισμό. Η ασβόλη κι ο κουρνιαχτός σβήνανε το δροσερόν αγέρα…».
«Τρόχαλος έγινε η Μονή κι' εσείστη ο Ψηλορείτης
κι' αντιλαλούνε τα βουνά κι απ' άκρου ως άκρου η Κρήτη»
 Σφαγή, λεηλασία, αιχμαλωσίαΩστόσο:
«Μια ηφαιστειακή, μια κοσμογονική έκρηξη ξεχύνει πάνω (στη Μεγαλόνησο) ένα πύρινο φέγγος, ένα φως Θείας Μεταμόρφωσης».Αντιφέγγισμα της δόξας του Αρκαδιού, η πυροδότηση αλυσιδωτών αντιδράσεων και η αφύπνιση ναρκωμένων συνειδήσεων σε Ελλάδα και Ευρώπη.
«Οι μάρτυρες του Αρκαδιού παραπομέναν άθαφτοι μες στα χαλάσματα, μ' ανοιχτά τα ξαγριεμένα μάτια τους… Τα όρνια ξεσκίζανε τα σπλάχνα τους. Οι βροχές αρμοχωρίζανε τα κορμιά τους. Αμή η θυσία τους ξεσήκωσε την Κρήτη κι όλη τη ρωμιοσύνη σαν ένα μεγάλο Ανάστα! Αρκάδι λέει ακόμα ο Έλληνας και το αίμα του αραθυμώνει. Οι Τούρκοι είχαν σκιαχτεί μπροστά σε κείνον το χαλασμό. Οι κακοθανατισμένοι τους είχανε περάσει τις τρεις χιλιάδες…. Ο σουλτάνος στην Πόλη έκανε το φχαριστημένο, μα μέσα του είχε το φαρμάκι, γιατί ήξερε πώς αποδεχτήκανε στη Φραγκιά το καινούριο Μεσολόγγι. Οι χριστιανοί βασιλιάδες είχανε ζοριστεί από τους λαούς τους να συλλογιστούνε τη μεγαλομάρτισσα. Πολλοί ξένοι που αγαπούσανε τη λευτεριά κατεβαίνανε ν' αγωνιστούνε πλάι στους Κρητικούς…».
 Η απήχηση της εθελοθυσίας στο Αρκάδι υπήρξε τεράστια.Ο Γάλλος πνευματικός δημιουργός, Βίκτωρ Ουγκώ, γράφει χαρακτηριστικά για το Ολοκαύτωμα:
«…Μια φοβερά επέμβασις, η έκρηξις, βοηθεί τους ηττημένους, η αγωνία μετατρέπεται εις θρίαμβον, η δε ηρωική μονή, η δίκην φρουρίου αγωνισαμένη, αποθνήισκει ως ηφαίστειον. Τα Ψαρά δεν είναι επικώτερα ∙ το Μεσολόγγιον δεν είναι υψηλότερον.» ( Εφημ. Κλειώ Τεργέστης, αρ.297, 24Φεβρ/8 Μαρτ. 1867)
 Και προλέγει ως προφήτης:
«Ναι, ήρωες της Κρήτης, καίπερ καταπιεζόμενοι σήμερον, αύριον έσεσθε νικηταί. Εγκαρτερήσατε. Και πνιγόμενοι, θα θριαμβεύσητε… Δεν υπάρχουσι γεγονότα τετελειωμένα∙ υπάρχει μόνον το δίκαιον. Το δίκαιον είναι ακαταπόντιστον∙ κύματα γεγονότων διέρχονται υπέρ αυτού, αλλά τούτο αναδύεται… Το κρητικόν ζήτημα ετέθη ήδη∙ θα λυθή, και θα λυθή ως όλα τα ζητήματα του παρόντος αιώνος εν τη εννοία της απελευθερώσεως… Εγκαρτερείτε». ( Εφημ. Κλειώ Τεργέστης, αρ.285, 2/14 Δεκ.1866).
Παρά τον άτυχο Μεγάλο Σηκωμό του 1866, ο δικαιοκρίτης χρόνος στεφάνωσε με τη νίκη τον πολύπαθο κρητικό λαό για την εγκαρτέρηση και την αγωνιστική επιμονή του. Ο ευλαβικός προσκυνητής της Ιερής Μονής του Αρκαδίου διαβάζει σήμερα στη μαρμάρινη επιγραφή, έμπνευσης του αείμνηστου Μητροπολίτου Κρήτης κυρού Τιμόθεου Βενέρη (το 1930), μπροστά στην ανατιναγμένη πυριτιδαποθήκη:
«Αυτή η φλόγα π' άναψε μέσα εδώ στη κρύπτη
κι απάκρου σ' άκρο φώτισε τη δοξασμένη Κρήτη,
ήτανε φλόγα του Θεού μέσα εις την οποία
Κρήτες ολοκαυτώθηκαν για την Ελευθερία».
1866-2016. 150 χρόνια από το ολοκαύτωμα του ιστορικού μοναστηριού. Το Αρκάδι αίρεται σε σύμβολο της περήφανης, αδούλωτης κι απροσκύνητης κρητικής ψυχής, του ανένδοτου, ακατάβλητου- αν και συχνά ανέλπιδου- αγώνα του ανθρώπου για προάσπιση ιδεωδών, για τιμή και αξιοπρέπεια. Με μυριάκριβο τίμημα της λευτεριάς του, την εθελοθυσία της ίδιας της ζωής….
Βιβλιογραφικές πηγές
Αποστολάκης, Β.Κ. (1986). Ολοκαύτωμα Αρκαδίου. Αστυνομική Επιθεώρηση (μηνιαία έκδοση του υπουργείου δημόσιας τάξης) (35), Νοέμβριος 1986.
Πρεβελάκης, Π. (1995). Παντέρμη Κρήτη. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» - Ι.Δ. Κολλάρου & Σίας Α.Ε.
Πρεβελάκης, Π. (1976). Μνημόσυνο στους ήρωες και τους μάρτυρες του Μεγάλου Σηκωμού του '66. Πανηγυρικός λόγος για τα εκατόχρονα από το Ολοκαύτωμα του Αρκαδιού (7/11/1966).Αθήνα : Οι εκδόσεις των φίλων.
Πηγή : ΡΕΘΕΜΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ 10/11/2016 
Της ΕΦΗΣ ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ-ΚΛΩΝΤΖΑ   φιλόλογος-ψυχολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.